Εδώ και πολλές δεκαετίες, αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι ο αθλητισμός και η πολιτική συνδέονται στενά μεταξύ τους. Κι αυτό, όχι μόνο διότι οι πολιτικοί παρευρίσκονται συχνά σε αθλητικούς αγώνες, βραβεύσεις και τελετές ή επειδή η Πολιτεία καθορίζει, μέσω θεσμοθετημένων αρχών και κανόνων, το πλαίσιο λειτουργίας του αθλητισμού, αλλά και γιατί ευρύτερες πολιτικές και διπλωματικές συγκυρίες και διαμάχες ενίοτε παρεισφρέουν στο αθλητικό γίγνεσθαι – ενώ δεν λείπουν και τα (εγχώρια και διεθνή) παραδείγματα εκμετάλλευσης της δημοτικότητας ορισμένων σπορ για την επίτευξη διόλου ανυστερόβουλων σκοπών.
Στο εν λόγω πλαίσιο, οι Ολυμπιακοί Αγώνες συνιστούν, ίσως, την επιτομή όσων αναφέρθηκαν. Μία Ολυμπιάδα αποτελεί ένα παγκοσμιοποιημένο επικοινωνιακό γεγονός κι ένα βασικό στοιχείο της λαϊκής κουλτούρας που δεν είναι απαλλαγμένο από πολιτικοϊδεολογικές προεκτάσεις, παρά τις διακηρύξεις της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής (ΔΟΕ) για την «πολιτική ουδετερότητα» και «αυτονομία του αθλητισμού». Πολύ πρόσφατα, η ΔΟΕ ανακοίνωσε ότι θα δώσει μεγαλύτερο περιθώριο στους αθλητές να εκφραστούν πολιτικά στην ερχόμενη Ολυμπιάδα του Τόκιο αναθεωρώντας, έτσι, την αυστηρότερη στάση που κράτησε τον Ιανουάριο του 2020