Δεν ήταν ό,τι πιο συνηθισμένο τις προάλλες όταν φεύγοντας από το μπαρ ζήτησα να μου δώσουν σε πακέτο το φαγητό που είχε περισσέψει από την ποικιλία που συνόδευε τα ποτά μας. Οι άνθρωποι πίσω από την μπάρα ενθουσιάστηκαν, όπως και οι γάτες μου που έφαγαν τα λουκανικάκια, αλλά και εγώ που κατανάλωσα το υπόλοιπο τυρί για πρωινό. Θυμάμαι. Θυμάμαι παλιά πώς ζητούσαμε χωρίς να ερυθριούμε τα περισσεύματα από τα γεύματα στα εστιατόρια που επισκεπτόμασταν. Θυμάμαι επίσης τη Μικρασιάτισσα γιαγιά μου πώς, όπως και όλη η γενιά της, καθάριζε στο τέλος του γεύματος τα πιάτα ένα ένα με το ψωμί που περίσσευε, το έκανε μπουκιές και το έδινε στα αδέσποτα. Όπως θυμάμαι και τα προ κρίσης αστειάκια όλων μας για τους Γερμανούς που ψωνίζουν τρία μήλα ή μισό καρπούζι στο μανάβικο. Η κουλτούρα των Cayenne και των Cohiba δεν επέτρεπε doggy bags ή ψώνια βάσει λίστας.
Κι αν ήταν τελικά η κρίση που πυροδότησε την ανάγκη μιας κάποιας οικονομίας στα τρόφιμα, η σπατάλη του φαγητού είναι πρωτίστως μια ηθική ευθύνη προς τους ανθρώπους που βρίσκονται σε ανάγκη, τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους που μοχθούν για να φτάσουν τα προϊόντα στο τραπέζι μας, την ίδια τη Γη και το περιβάλλον καθώς το 8% της μόλυνσης