«Πώς αντέχεις και δεν σου τρέχουν τα σάλια με αυτά που βλέπεις;» ρώτησε η Audrey Hepburn την θρυλική διευθύντρια της Vogue, Diane Vreeland, καθώς παρακολουθούσαν στριμωγμένες τη νέα συλλογή του salon Balenciaga, στις αρχές της δεκαετίας του ’60. «Είμαι δημοσιογράφος», της απάντησε, «και πρέπει να παριστάνω την ψύχραιμη». Μια γυναίκα όμως λιποθύμησε.
Γλυπτική ρούχων
Όταν ο Cristóbal Balenciaga έφυγε από το Σαν Σεμπαστιάν, για να πάει στο Παρίσι ξεφεύγοντας από τη δικτατορία του Φράνκο, ήταν ήδη 41 ετών και φτασμένος σχεδιαστής μόδας. Οι καιροί ήταν δύσκολοι. Η Γαλλία ζούσε στον απόηχο της οικονομικής κρίσης του μεσοπολέμου και των εσωτερικών πολιτικών συγκρούσεων. Όμως εξακολουθούσε να είναι το κέντρο της μόδας και της υψηλής ραπτικής, η έδρα σχεδιαστών όπως η Coco Chanel, ο Jean Patou, η Madame Vionnet, η Εlsa Schiaparelli, η Νina Ricci, o Αμερικανός Μain Βocher και η Madame Grès.
Σε αυτό το δύσκολο και ανταγωνιστικό περιβάλλον, ο Balenciaga τo 1937 άνοιξε το ατελιέ του στη λεωφόρο George V και δεν άργησε να κερδίσει την αφρόκρεμα της διεθνούς εκλεκτικής πελατείας και να αναγνωριστεί ως ένας από τους επιφανέστερους σχεδιαστές της μεταπολεμικής περιόδου. Τα ρούχα του ήταν