«…Αν θυμηθείτε ποια ήταν η Μακεδονία πριν τον Φίλιππο, θα δείτε ότι η προσφορά του πατέρα μου σ’εσάς ήταν πολύ σημαντική, αλλά πολύ μικρότερη από τη δική μου. Εγώ παρέλαβα ως κρατικό θησαυρό λίγα ασημένια και χρυσά ποτήρια και λιγότερα από 60 τάλαντα, ενώ το δημόσιο χρέος της Μακεδονίας ήταν 500 τάλαντα. Δανείστηκα κι άλλα 800 τάλαντα και ξεκινώντας από τη χώρα, που ούτε εσάς δεν μπορούσε να θρέψει καλά-καλά, άνοιξα αμέσως τον Ελλήσποντο…»
(Αρριανού, Αλεξάνδρου Ανάβασις)
Είναι καλοκαίρι του 324 π.Χ. στην Όπιδα της Μεσοποταμίας, πόλη κοντά στον ποταμό Τίγρη, κι ο Αλέξανδρος μιλά στους στρατιώτες του, που πρόκειται να αποστρατεύσει, θυμίζοντάς τους ποιοι ήταν και πού έφθασαν ακολουθώντας τον σε αυτή τη μεγάλη αλλά και εξαιρετικά προσοδοφόρα περιπέτεια στην Ανατολή. Γιατί ο χρυσός που προέκυψε –κατ’ άλλους καταληστεύθηκε– από τα θησαυροφυλάκια της περσικής αυτοκρατορίας ήταν πέραν και της τολμηρότερης φαντασίας. Και το σημαντικότερο, είχε φθάσει, κατά ένα μέρος του τουλάχιστον, στις τσέπες των βετεράνων του μακεδονικού στρατού, που όταν επέστρεψαν στις πατρίδες τους ήταν προκλητικά πλουσιότεροι όλων.
Το ερώτημα «πού πήγε όλος αυτός ο πλούτος;», που απασχόλησε από νωρίς τους