Τα παλιά, αλλά όχι αρχαία χρόνια, η ανερυθρίαστη αυτοπροβολή ήταν για τους καλούς τρόπους ό,τι τα κόκκινα λέιζερ για τις γάτες: κάτι αφόρητο. Η διαρκής απαίτηση της προσοχής των άλλων χωρίς λόγο, χωρίς κριτήριο, χωρίς κάποιο –φαινομενικά έστω– αξιόλογο επίτευγμα που να δικαιολογεί το αυτο-πλασάρισμα ήταν ένας πολύ καλός λόγος για να εξοστρακιστεί κοινωνικά ο παραβάτης του savoir faire. Ο ναρκισσισμός τότε αποτελούσε εξ ορισμού κουσούρι και όχι κάποιο σπουδαίο κατόρθωμα. Με την είσοδο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην καθημερινότητα, οι κανόνες προφανώς ξαναγράφτηκαν και οι σέλφι είναι η καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό.
Το 2013, το λεξικό της Οξφόρδης ανακήρυξε τη «selfie» ως τη λέξη της χρονιάς και η Google ανακοίνωσε ότι μέσα σε ένα χρόνο 24 δισεκατομμύρια selfies ανέβηκαν στη σχετική εφαρμογή της. Κι ενώ κάποιος θα μπορούσε να πει ότι πρόκειται για ένδειξη κοινωνικότητας και επικοινωνιακής διάθεσης, πολλοί θεωρούν ότι το φαινόμενο σχετίζεται με κάποιες πιο δυσλειτουργικές πτυχές του ψυχισμού του αυτο-μοντέλου, όπως η αυξημένη ανάγκη για προσοχή, ο εγωκεντρισμός, η μοναξιά και άλλα ζητήματα που δεν λύνονται με likes και ψηφιακές καρδούλες. Εξού και κάποιοι πιστεύουν ότι ο πλανήτης