Στις 14 Μαρτίου, ο Βλαντ και η Καρίνα Ολίνιουκ συγκέντρωσαν τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα και μετακόμισαν στο υπόγειο της πολυκατοικίας τους, όπου ήδη είχαν μαζευτεί οι υπόλοιποι γείτονες. Συνολικά σε εκείνο το υπόγειο είχαν βρει προστασία 12 άνθρωποι. Το νερό και η θέρμανση ήταν κομμένα ήδη μια εβδομάδα. Η ενημέρωση που έφτανε από όσα συνέβαιναν έξω από τα όρια της Μαριούπολης ήταν περιστασιακή. Έβγαιναν μόνο για μαγειρέψουν, στον δρόμο. Σε μια τέτοια εξόρμηση, ο Βλαντ τραυματίστηκε ελαφρά από μια έκρηξη που σκότωσε είκοσι άτομα. Μέτρησε ο ίδιος τα πτώματα.
Μετά από εκείνη την ημέρα, άρχισε η πραγματική κόλαση, αφηγείται ο 26χρονος προγραμματιστής, με τον οποίο επικοινωνούμε μέσω Telegram, από την Τιφλίδα όπου βρίσκεται σήμερα. «Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Ντονέτσκ. Το 2015 αναγκάστηκα να εγκαταλείψω το σπίτι μου και να πάω στη Μαριούπολη, γιατί στη λεγόμενη “Λαϊκή Δημοκρατία του Ντονέτσκ” η ζωή μας είχε πια γίνει αφόρητη, λόγω των ρωσικών επιθέσεων». Λίγα χρόνια αργότερα, ο πόλεμος θα τον ακολουθούσε στη Μαριούπολη, αυτή τη φορά με ασύγκριτα μεγαλύτερη αγριότητα. Λόγω ενός επικείμενου χειρουργείου για ένα χρόνιο πρόβλημα υγείας, ο Βλαντ δεν μπορούσε να πολεμήσει. Έμεινε με την