Τα στρατιωτικά πραξικοπήματα περνούν συχνά στα ψιλά των έντυπων και ηλεκτρονικών Μέσων, με τα ίχνη τους να χάνονται μέσα στην καταιγιστική ροή άλλων, περισσότερο δημοφιλών, ειδήσεων. Και μόνο στο άκουσμα της λέξης «πραξικόπημα» οι αναγνώστες κάποτε σοκάρονταν, πλην όμως όχι πια, ή τουλάχιστον όχι στον ίδιο βαθμό όπως παλαιότερα. Ο όρος ίσως να ηχεί πλέον χρονικά ή γεωγραφικά μακρινός στα αυτιά πολλών, ειδικά στη Δύση. Εάν κρίνουμε ωστόσο από όσα επεισοδιακά έχουν λάβει χώρα το τελευταίο διάστημα, όχι μόνο στην Αφρική (Μάλι, Νίγηρα, Τσαντ, Σουδάν, Ζιμπάμπουε) ή στην Ασία (Μιανμάρ), αλλά και στην ίδια τη Δύση (Γαλλία, ΗΠΑ), με τις πραξικοπηματικού χαρακτήρα δημόσιες απειλές από πρώην και εν ενεργεία στρατιωτικούς κατά δημοκρατικά εκλεγμένων πολιτικών ηγεσιών και την απόπειρα εισβολής στο αμερικανικό Καπιτώλιο, τότε μπορεί εύλογα να υποθέσουμε πως η εποχή των στρατιωτικών πραξικοπημάτων δεν έχει παρέλθει. Κάθε άλλο.
Τα στρατιωτικά πραξικοπήματα έχουν ταυτιστεί ως φαινόμενο κυρίως με τις δεκαετίες του 1960, του 1970 και του 1980. Ονόματα διαβόητων πραξικοπηματιών-δικτατόρων, όπως είναι εκείνα του Ιντί Αμίν στην Ουγκάντα, του Αουγούστο Πινοσέτ στη Χιλή και του Μανουέλ Νοριέγκα στον