Βιβλία για το καλοκαίρι του 2020

Οικολογικές ανησυχίες, επιθυμία απόδρασης από την πραγματικότητα και πολιτική ευαισθητοποίηση βρίσκονται πίσω από τις επιλογές αυτού του περίεργου καλοκαιριού.
Χρόνος ανάγνωσης: 
31
'

Μαζί με τις επιλογές των New York Times που τα έχει ανά είδος, του Wired, των Financial Times, της Washington Post, της Wall Street Journal, του Vulture, τα 20 βιβλία για την καλοκαιρινή καραντίνα που προτείνει το Atlantic, τα 50 βιβλία που προτείνει ο Guardian για να «ξεφύγεις», του Refinery 29, του ΤΙΜΕ, του Literary Hub, του Slate, του npr, τα 29 καλοκαιρινά βιβλία που προτείνει το Buzzfeed, αυτά που πρέπει να διαβάσουμε τώρα κατά το Boston Globe, τα 100 που προτείνουν οι Sunday Times, τα 5 nonfiction που προτείνει το Bloomberg και τα καλύτερα του Ιουλίου κατά το Town & Country (τα βιβλία All Adults Here και Self Care είναι σε πολλές από τις λίστες), αυτές είναι οι προτάσεις των συνεργατών του inside story.

Και πάντα είναι χρήσιμες οι προτάσεις του Μπιλ Γκέιτς που διαβάζει μανιωδώς.

Δημήτρης Αναστασόπουλος

Σεμπαστιάν Σπιτζέρ, Εκεί που χτυπά η καρδιά του κόσμου, μετ. Γιάννης Καυκιάς, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου

Σαν μυθικός Γαργαντούας ο Μαρξ δεν υπήρξε μόνο ο στοχαστής που καταβρόχθιζε βιβλιοθήκες για να συνθέσει την κομουνιστική θεωρία, ούτε μόνο ο θυελλώδης ρήτορας που έβγαζε πύρινους λόγους στο προλεταριάτο. Ήταν κι ένας μπον βιβέρ λάτρης των λιχουδιών που άδειαζε μπουκάλια με κρασί και κονιάκ, όχι ιδιαίτερα πιστός στη βαρώνη σύζυγό του. Εξαιτίας μίας τέτοιας παρασπονδίας που υποβοηθήθηκε από το αλκοόλ, η υπηρέτρια του ζεύγους έμεινε έγκυος. Ο πάντα πιστός σύντροφος Ένγκελς κλήθηκε να διευθετήσει το ζήτημα και ο νόθος γιος παραδόθηκε στην αγκαλιά μιας φτωχής Ιρλανδής. Μέσα από μία δαιδαλώδη διαδρομή που μόνο η Ιστορία μπορεί να χαράξει, το τέκνο του ανθρώπου που καταδιώκεται από όλες τις αστυνομίες της Ευρώπης γίνεται ένας από τους ηγέτες της Ιρλανδικής εξέγερσης.

Στο μυθιστόρημα Εκεί που χτυπά η καρδιά του κόσμου ο Γάλλος Σεμπαστιάν Σπιτζέρ, με όχημα την ιστορία του νόθου παιδιού του Μαρξ, ζωντανεύει μία ολόκληρη εποχή, όταν το Λονδίνο μύριζε όπιο και φτώχεια, η Βρετανική Αυτοκρατορία ταρασσόταν από εξεγέρσεις, οι επαναστάτες ανέβαιναν στο ικρίωμα, τα εμπρηστικά κείμενα προέβλεπαν το τέλος των βασιλιάδων και όλοι πίστευαν ότι μάχονταν για τον ερχομό μίας νέας εποχής.

Μαριλένα Αστραπέλλου

Χαν Γκανγκ, Η χορτοφάγος, μετ. Αμαλία Τζιώτη, Καστανιώτης

Μια γυναίκα που «δεν έχει τίποτα το ξεχωριστό» κατά περιγραφή του συζύγου της και ζει αόρατη στη σημερινή Σεούλ ξυπνάει μια μέρα και αρνείται να βάλει κρέας στο στόμα της. Δεν θα μάθουμε ποτέ τους λόγους της απόφασής της, πέρα από το ότι συνέβη εξαιτίας ενός ονείρου το οποίο ωστόσο αρνείται να περιγράψει. Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει την απόφασή της και σύσσωμη η οικογένειά της στρέφεται εναντίον της.

Το ομολογώ, Η χορτοφάγος, στην οποία απονεμήθηκε το διεθνές λογοτεχνικό βραβείο Man Booker International το 2016 χτύπησε μια ευαίσθητη χορδή μου. Συγκεκριμένα την αμφιθυμία που αισθάνομαι για το κρέας που καταναλώνω και όλο υπόσχομαι στον εαυτό μου ότι θα μειώσω και θα αποδιώξω πλήρως από τη διατροφή μου. Ορισμένες σκηνές από τα όνειρα της πρωταγωνίστριας της ιστορίας, Γιονγκ Χίε, όπως η περιγραφή της άγριας κακοποίησης ενός σκύλου που δάγκωσε το πόδι ενός παιδιού και ως εκ τούτου κρίθηκε ότι έπρεπε να θανατωθεί με βασανιστικό τρόπο προκειμένου να γίνει πιο νόστιμο το προς βρώση κρέας του, είναι ιδιαίτερα άβολες και επώδυνες, μια υπενθύμιση για το τι μεσολαβεί προτού φτάσει ένα γευστικό κομμάτι κρέας στο πιάτο μας (αλλά ξέχασα, εμείς δεν τρώμε σκύλους).

Ωστόσο, αυτό το αλλόκοτο, απόκοσμο αλλά άκρως εθιστικό βιβλίο το οποίο διαρθρώνεται σε τρεις πράξεις με διαφορετική φωνή αφήγησης η καθεμία –του συζύγου, του κουνιάδου και της αδερφής της πρωταγωνίστριας– διαθέτει και άλλα βαθύτερα επίπεδα ανάγνωσης, εξίσου επιτακτικά και επείγοντα. Γιατί αποτελεί ένα οξύ σχόλιο για τη βία της οικογένειας οι δεσμοί της οποίας ετεροκαθορίζονται από τις άκαμπτες απόψεις περί θεμιτού στην πατριαρχική κοινωνία, αλλά και για τη βία του παγκοσμιοποιημένου κόσμου που τείνει να συνθλίβει τις διαφορετικές φωνές. Στη Σεούλ τα ποσοστά της εγκληματικότητας είναι χαμηλά αλλά η σκληρότητα της μετα-καπιταλιστικής Νότιας Κορέας με το ιδιαίτερα απαιτητικό έως και βάρβαρο εργασιακό καθεστώς που όχι μόνο απομυζά τους εργαζόμενους μέχρι τελικής πτώσης αλλά και φιμώνει όσους τολμούν να το αμφισβητήσουν, διαφεύγει των στατιστικών μετρήσεων. «Σε παρακαλώ, φάε. Αν πεις ‘ναι’ και κάνεις ότι τρως, όλα θα πάνε καλά» λέει η οικογένειά της στην πρωταγωνίστρια. Μια τελευταία προσπάθεια για να συνετιστεί η αποσυνάγωγη προτού αποπειραθεί η βία να τσακίσει κάθε αντίσταση.

Αλεξάνδρα Γκίτση

Άλεξ Μιχαηλίδης, Η σιωπηλή ασθενής, μετ. Μαρία-Κλειώ Παπαμιχαήλ, Διόπτρα

«Συνειδητοποίησα πως η μόνη ελπίδα να επιβιώσω ήταν να αποχωρήσω – τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Έπρεπε να φύγω μακριά, πολύ μακριά. Μόνο τότε θα ήμουν ασφαλής. Και κάποια στιγμή στα δεκαοχτώ μου, πήρα τους βαθμούς που μου εξασφάλιζαν μια θέση στο πανεπιστήμιο. Άφησα τη φυλακή με τη μεσοτοιχία στο Σάρεϊ – και πίστεψα ότι ήμουν ελεύθερος… Με λένε Θίο Φέιμπερ. Είμαι σαράντα δύο ετών. Κι έγινα ψυχοθεραπευτής επειδή ήμουν ψυχικά σακατεμένος».

Ο Θίο Φέιμπερ, δεν είναι ο πρωταγωνιστής στο βιβλίο του Άλεξ Μιχαηλίδη. Σιωπηλή ασθενής και πρωταγωνίστρια είναι η Αλίσια Μπέρενσον, που ήταν 33 ετών όταν σκότωσε τον άνδρα της. Αυτό το ψυχολογικό θρίλερ, με καλά δουλεμένους χαρακτήρες και ένα τέλος ανατρεπτικό που θα σας αφήσει άφωνους, θα σας αναγκάσει να γυρίσετε πίσω για να δείτε αυτό που δεν διαγνώσατε στην πρώτη ανάγνωσή του.

Διαβάστε ένα απόσπασμα του βιβλίου εδώ.

Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη

Τζον Έντγκαρ Γουάιντμαν​, Γράφοντας για να σώσω μια ζωή: Ο φάκελος Λούις Τιλ, μετ. Αθηνά Δημητριάδου, Πόλις

Η ιστορία του μικρού Έμετ Τιλ ίσως είναι γνωστή: ο 14χρονος Αφροαμερικανός ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου στο Μάνι του Μισισιπή στις 28 Αυγούστου του 1955 επειδή –υποτίθεται– σφύριξε με θαυμασμό καθώς περνούσε μια λευκή γυναίκα. Οι λευκοί δολοφόνοι του αθωώθηκαν από τους λευκούς ενόρκους, όχι μόνο για τη δολοφονία του αλλά και την απαγωγή του. Προστατευμένοι από το λεγόμενο «double jeopardy» (τη διάταξη που απαγορεύει να δικαστεί ο ίδιος κατηγορούμενος δις για το ίδιο έγκλημα) δεν δίστασαν, λίγο μετά την αθώωσή τους, να κοκορευτούν ότι όντως είχαν σκοτώσει τον μικρό. Σ’ αυτήν τους την αθώωσή τους βοήθησε, με έναν διεστραμμένο τρόπο, η μέχρι τότε άγνωστη καταδίκη του στρατιώτη Λούι Τιλ, πατέρα του μικρού, από το αμερικανικό στρατοδικείο, για βιασμό και φόνο στην Ιταλία του 1945, και η επακόλουθη εκτέλεσή του. Ο μικρός επωμίστηκε στον θάνατο όλες τις αμαρτίες του πατρός, με αποτέλεσμα το λιντσάρισμά του να θεωρηθεί από μεγάλο τμήμα του πληθυσμού του Νότου σχεδόν δικαιολογημένο.

Εξήντα ένα χρόνια αργότερα, ο πολυβραβευμένος συγγραφέας Τζον Έντγκαρ Γουάιντμαν αποφασίζει να γράψει ένα μυθιστόρημα για τους Τιλ κι αποτυγχάνει. Αντ’ αυτού, με μια χορταστική, πυρετώδη αφήγηση, καταφέρνει να γράψει ένα μοναδικό βιβλίο-μαρτυρία που πλέκει την ιστορία του μικρού Τιλ, τον άγνωστο φάκελο του πατέρα του από την Ιταλία και θραύσματα της δικής του οικογενειακής ιστορίας. Μ’ ένα ρυθμό που μοιάζει παραληρηματικός αλλά είναι καθόλα ελεγχόμενος, καταφέρνει ν’ αποτυπώσει τη δική του συναισθηματική ένταση, τη χαώδη προσπάθεια συλλογής των πληροφοριών του, τους επακόλουθους συγγραφικούς του συνειρμούς κι εν τέλει το φούντωμα του ίδιου του κινήματος για τα δικαιώματα των Αφροαμερικανών που, μετά την αθώωση των δολοφόνων του Τιλ, έβαλε φωτιά σε όλη την Αμερική. Με μια γλώσσα γλαφυρή, χυμώδη, απτή και καταιγιστική, σαν τις γροθιές που μοίραζε ο Λούι Τιλ όταν προπονούνταν στο μποξ (μπαπ-μπαμ-μπα-ντιμπαπ-γουπ) ο Γουάιντμαν παρέδωσε ένα βιβλίο-αποκάλυψη, που εδώ συναντά μια μετάφραση που αξιώνεται, ας μου επιτραπεί, τον χαρακτηρισμό «μεγάλη μαγκιά»: η Αθηνά Δημητριάδου έχει καταφέρει να υπηρετήσει άψογα τα ελληνικά, αφήνοντας από πίσω τους να «ακούγεται» ακέραιη η αμερικανική αργκό του συγγραφέα. Ένα επώδυνα επίκαιρο και διαχρονικά μεγάλο βιβλίο.

Γιάννης Γορανίτης

Πατρίσιο Προν, Αύριο θα μας λένε αλλιώς, μετ. Μαρία Παλαιολόγου, Ίκαρος

Στην εποχή του Tinder, η επιλογή ή η απόρριψη των ερωτικών συντρόφων γίνεται με μια απλή μηχανιστική κίνηση του αντίχειρα. Οι αναστολές μειώνονται ή αυξάνονται, η αίσθηση της επιλογής ενδυναμώνεται, οι αρχετυπικοί ρόλοι του κυνηγού και του θηράματος αντιστρέφονται και διαπλέκονται. Η ανωνυμία και η ψευδωνυμία μετατρέπονται σε αρετές αλλά και παγίδες, η συναισθηματική ολοκλήρωση εφάπτεται με την ερωτική αποτυχία, αλλά την ίδια στιγμή φαντάζει πιο εφικτή από ποτέ. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η μεταβατική διαδικασία έχει αναντίρρητο αντίκτυπο στις ανθρώπινες σχέσεις. Ο Ισπανός Πατρίσιο Προν αναλαμβάνει να καταγράψει τη διαδικασία μεταμόρφωσης των ανθρώπινο σχέσεων σε ένα πυκνό αλλά ευκολοδιάβαστο μυθιστόρημα.

Το Αύριο θα μας λένε αλλιώς επικεντρώνεται στην ιστορία ενός χωρισμού: ιχνογραφεί το προδιαγεγραμμένο φινάλε μιας σχέσης, το οποίο όμως ουδείς περίμενε. Ο Προν όμως δεν αρκείται στον ρόλο του ηδονοβλεπτικού παρατηρητή της ρήξης ενός (φαινομενικά μόνο) υγιούς ζευγαριού στην εποχή των apps γνωριμιών. Σε δεύτερο και σαφώς πιο ουσιαστικό επίπεδο, ο συγγραφέας ανατέμνει μια ολόκληρη κοινωνία. Εστιάζει στις σύγχρονες νευρώσεις, τη σύγχυση, την αβεβαιότητα και τα αδιέξοδα που όλοι αντιμετωπίζουμε, χωρίς όμως να γίνεται διδακτικός. Παράλληλα, φωτίζει διακριτικά τους τρόπους που τα καταναλωτικά πρότυπα και οι τεχνολογικές συνήθειες μεταλλάσσουν τον τρόπο που συνυπάρχουμε με τους άλλους, αλλά και αποδεχόμαστε τον ίδιο τον εαυτό μας.

Ο λόγος του Προν είναι λιτός και ρέει αβίαστα χάρη (και) στην εξαιρετική μετάφραση της Μαρίας Παλαιολόγου. Τέλος, αν και δεν το συνηθίζουμε όταν παρουσιάζουμε βιβλία, οφείλουμε να μνημονεύσουμε το ξεχωριστό εξώφυλλο που σχεδίασε ο Χρήστος Κούρτογλου.

Διαβάστε ένα απόσπασμα του βιβλίου εδώ.

 

Φράνσις Φουκουγιάμα, Ταυτότητα: Η απαίτηση για αξιοπρέπεια και η πολιτική της μνησικακίας, μετ. Σταύρος Β. Γαβαλάς, Ροπή

Ο Φράνσις Φουκουγιάμα έγινε γνωστός ως ο εισηγητής της αμφιλεγόμενης προφητείας περί του «τέλους της ιστορίας»: μια θεωρία που εν ολίγοις κατέληγε στην παραδοχή ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία και η οικονομία της αγοράς είναι τα συστήματα που ικανοποιούν τις ανάγκες των ανθρώπων, ελαχιστοποιώντας τις συγκρούσεις και τις αντιπαραθέσεις. Ο γνωστός πολιτικός επιστήμονας όμως, δεν έπαψε να προειδοποιεί για τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι φιλελεύθερες δημοκρατίες, εστιάζοντας μεταξύ άλλων στον αντιμεταναστευτικό λαϊκισμό, στον ακραίο εθνικισμό, στον θρησκευτικό φονταμενταλισμό. Φαινόμενα που αν μη τι άλλο σχετίζονται με την έννοια της ταυτότητας και μεγεθύνονται σε περιόδους κρίσης όπως αυτή που βιώνουμε.

Όπως ο ίδιος διαπιστώνει στον πρόλογο για την ελληνική έκδοση της Ταυτότητας (ο οποίος γράφτηκε στα μέσα Απριλίου), μία από τις άμεσες συνέπειες της υγειονομικής κρίσης είναι η περαιτέρω μετατόπιση προς τον εθνικισμό και την ξενοφοβία. Επισημαίνει μάλιστα έντονους κινδύνους για την Ελλάδα που βρίσκεται σε μια περιοχή η οποία «δεν ξέφυγε ποτέ πλήρως από την επιρροή του εθνοτικού εθνικισμού». Ο Φουκουγιάμα μάλιστα επαναφέρει στον δημόσιο διάλογο το ζήτημα της ταυτότητας υπό το πρίσμα της ελληνικής λέξης «θυμός». Είμαστε θυμωμένοι γιατί θέλουμε να είμαστε ίσοι, αλλά την ίδια στιγμή θεωρούμε ότι είμαστε ανώτεροι από τους άλλους. Ο θυμός βιώνεται μέσω αισθημάτων «υπερηφάνειας, ντροπής και οργής» σημειώνει στο κεφάλαιο «Εμείς ο λαός», το πλέον επεξηγηματικό για τη μετεξέλιξη των εθνικών ταυτοτήτων.

Στο νέο του, καίριο και άκρως επίκαιρο, πόνημα, ο Φουκουγιάμα εστιάζει παράλληλα σε μια άλλη απειλή για τη σύγχρονη δημοκρατία: Την υπερσυγκέντρωση εξουσιών σε λίγα πρόσωπα που βρίσκονται (ή πασχίζουν να βρεθούν) εκτός κάθε θεσμικού ελέγχου, επικαλούμενα έμμεσα ή άμεσα επιχειρήματα που σχετίζονται με τη συγκρότηση της ατομικής και συλλογικής ταυτότητας. Αντίστοιχους προβληματισμούς εκφράζει όχι μόνο για το επίπεδο της πολιτικής αλλά και για το αντίστοιχο της οικονομίας όπου εκτός από την υπερσυγκέντρωση πλούτου, καταγράφεται το φαινόμενο του οικονομικού εθνικισμού.

Αμφότερα τα φαινόμενα έχουν τις ρίζες τους στον ορισμό της ατομικής ταυτότητας που όπως προειδοποιεί ο Φουκουγιάμα αποτελεί διαρκή πηγή κινδύνου για τη συνοχή των κοινωνιών. Στον επίλογό του βιβλίου πάντως επισημαίνει ότι ο μονόδρομος στον οποίο βαδίζει η ανθρωπότητα (ίσως και να) έχει διέξοδο: «Οι ταυτότητες που ενδημούν βαθιά μέσα μας δεν είναι ούτε σταθερές ούτε κατ’ ανάγκη δοσμένες σε μας από την τυχαιότητα που διέπει τη γέννησή μας. Η ταυτότητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να χωρίσει, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί, και έχει χρησιμοποιηθεί, για να ενώσει. Αυτό στο τέλος, θα είναι η θεραπεία για τη λαϊκιστική πολιτική του παρόντος». Το ζήτημα είναι αν θα βαδίσουμε προς τα εκεί ή αν θα συνεχίσουμε το σπριντ προς το κενό.

Μαρία Θερμού

Λένα Διβάνη, Ζευγάρια που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας, Πατάκης

Η Ιστορία γράφεται αλλά και διαβάζεται με πολλούς τρόπους. Αρκεί να είναι διατεθειμένος κανείς να την δει με άλλο μάτι, είτε στη μεριά του συγγραφέα ευρισκόμενος είτε του αναγνώστη. Ονόματα, χρονολογίες, πολιτικές συμφωνίες, εθνικές κρίσεις, διεθνή γεγονότα, πολεμικές συρράξεις αλλά κάπου εκεί και οι άνθρωποι. Γιατί και οι βασιλιάδες, οι στρατηγοί, οι πολιτικοί, οι επαναστάτες, παράλληλα με τη δημόσια ζωή τους, καταγεγραμμένη λεπτομερώς και ποικιλοτρόπως, κάποια στιγμή το βράδυ θα επέστρεφαν κι αυτοί στο σπίτι τους… Τι, ή καλύτερα ποιος τους περίμενε εκεί; Μ’ αυτό το σκεπτικό ξεκινώντας η Λένα Διβάνη έχει επιλέξει τα ζευγάρια «της», πρόσωπα που διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στην ελληνική ιστορία, ιδωμένα όμως εκ των έσω, για την ακρίβεια όσον αφορά τις ερωτικές και συζυγικές σχέσεις τους ή απλώς τη σχέση στοργής με έναν δικό τους άνθρωπο.

Πορτρέτα και βιογραφίες μαζί, οκτώ τον αριθμό μέσα από τις οποίες περνάει η ιστορία της χώρας, δημόσια αλλά κυρίως προσωπική, μαζί όμως με τον κοινωνικό περίγυρο κάθε εποχής συνθέτουν αυτό το βιβλίο. Όλα σ’ ένα διάστημα ενάμιση αιώνα, από τη δημιουργία του νεότερου ελληνικού κράτους ως τη δεκαετία του ’60. Παρ’ ότι όμως οι άνδρες είναι οι πρωταγωνιστές, συνθήκη υποχρεωτική, δεδομένης της θέσης της γυναίκας σ’ αυτή τη μακρά περίοδο, στην επιλογή βάρυνε πολύ η προσωπικότητα του αποκαλούμενου έτερου ημίσεος. Ο Όθωνας θα ήταν μεγαλύτερο «τίποτε» χωρίς την Αμαλία. Η Μαντώ Μαυρογέννους, που συνάντησε στη ζωή της τον ωραίο πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη, «αν είχε γεννηθεί αγόρι το όνομά της θα γραφόταν με χρυσά γράμματα στην ιστορία». Η Σοφία Τρικούπη, καλλιεργημένη και αφοσιωμένη στον αδερφό της Χαρίλαο υπήρξε το απόλυτο στήριγμά του. Ο άτυχος Ίων Δραγούμης διεκδικήθηκε με πάθος από δύο σπουδαίες αλλά εκ διαμέτρου αντίθετες γυναίκες την Πηνελόπη Δέλτα και την Μαρία Κοτοπούλη. Η ισχυρή και πάμπλουτη Έλενα προώθησε την πολιτική καριέρα του Λευτέρη Βενιζέλου. Η Έλλη Παππά υπήρξε η σύντροφος, με όλη τη σημασία της λέξης του Νίκου Μπελογιάννη. Και τι να πει κανείς για τη Φρειδερίκη, που βασίλεψε αντ’ αυτού (του Παύλου). Ή για την σκανδαλώδη σχέση του Γεωργίου Παπανδρέου με την Κυβέλη… Αν και η συγγραφέας όμως μπαίνει κατ’ ευθείαν και χωρίς ενδοιασμό στις κρεβατοκάμαρες των ηρώων της, η επιτυχία της είναι, ότι κατορθώνει να κρατάει μία πολύτιμη απόσταση από ατεκμηρίωτα σχόλια, φήμες, κουτσομπολιά δηλαδή κάθε εποχής, που θα μπορούσαν να παρασύρουν το εγχείρημα σε ολισθηρό δρόμο.

Άλλωστε το βιβλίο είναι σε κάθε περίπτωση απολαυστικό όχι μόνον για τα «μυστικά», αν και πανθομολογούμενα στην εποχή τους, που αποκαλύπτονται αλλά και για την ανάλαφρη λογοτεχνική προσέγγιση που χαρακτηρίζεται από συμπάθεια και τρυφερότητα, ακόμη και ως προς τα πλέον αμφιλεγόμενα άτομα. Έτσι κι αλλιώς το συμπέρασμα είναι ένα. Ότι η δημόσια και η ιδιωτική ζωή όχι απλώς συμπλέκονται αλλά αλληλοεπηρεάζονται με αποτελέσματα ορατά και ανιχνεύσιμα. Και ότι καμιά φορά η δεύτερη είναι το ίδιο συναρπαστική και αξιομνημόνευτη με τα κατορθώματα στον δημόσιο στίβο.

Διαβάστε ένα απόσπασμα του βιβλίου εδώ.

Elisabetta Casalotti

Δημήτρης Χαλαζωνίτης, Μεταποιήσεις, Θεμέλιο

Στον τόπο που έχουμε δίκιο
ποτέ δεν θα φυτρώσουν
λουλούδια και άνοιξη
Ο τόπος όπου έχουμε δίκιο
είναι σκληρός χιλιοπατημένος
Σαν αυλή φυλακής.

Το καλοκαίρι υπάρχει χρόνος για στοχασμό. Τι καλύτερο λοιπόν από μια καλή συλλογή ποιημάτων; Προσωπικά έχω επικεντρωθεί σε συγγραφείς που δεν υπήρξαν πάντα ποιητές, που δεν ζουν αποκλειστικά από την ποίηση ή που ξεκίνησαν από άλλες αφετηρίες.

Το επάγγελμα τους, η άλλη ζωή τους και η ποίηση τους μαζί με την ωριμότητα λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία και παρέχουν ανεξάντλητη πρώτη ύλη για την έμπνευση τους. Τους νιώθω για αυτό πιο κοντά ειδικότερα αν γνωρίζω την πορεία τους. Μια τέτοια περίπτωση είναι ο Δημήτρης Χαλαζωνίτης. Οδοντίατρος στο επάγγελμα και πολιτικά ενεργός. Η τελευταία του συλλογή Με-τα-ποι η-σεις είναι η έκτη μιας πετυχημένης σειράς, με αφετηρία την απώλεια αγαπημένων ανθρώπων που τον σημάδεψαν και τον ενέπνευσαν ξανακοιτάζεται στο καθρέφτη. Αναλύει τον έρωτα, την άλλη όψη του νομίσματος του θανάτου. Αναβιώνει τον έρωτα για μια γυναίκα, αλλά και για την ιδία τη κοινωνία και τον άνθρωπο με όλους τους περιορισμούς της ευάλωτης φύσης του. Ακροβατεί ανάμεσα στην αισιοδοξία και τη θλίψη υποδεικνύοντας τον δύσβατο δρόμο για τη λύτρωση.

6 χρόνια από το προηγούμενο βιβλίο.
Καθυστέρησα. Γιατί γνώρισα και άλλους
με το βλέμμα χαμηλά
ήδη στοιχειωμένο από αυριανά φαντάσματα
με τη κορδέλα του καπνού
ζώνη ασφαλείας στην ανάσα
με τα όνειρα να ξυπνάνε συνεχώς
σε άγριες γειτονίες
δεν σήκωσαν ποτέ το κεφάλι
κι όμως
έσκαψαν αλυσοδεμένοι
έναν ουρανό κάτω από τα πόδια τους
και γλύτωσαν.

Τατιάνα Καραπαναγιώτη

Χρήστος Χωμενίδης, Ο βασιλιάς της, Πατάκης

Η ανατροπή διαγράφεται ήδη από τον τίτλο του βιβλίου. Σαν αντίφαση το καταγράφεις, μπερδεύεσαι. Μια ιστορία χιλιοειπωμένη, από τα παιδικά μας χρόνια, τότε που διαβάζαμε τα καλοκαιρινά μεσημέρια, τα πρώτα μας παραμύθια και μύθους. Και μετά ο μύθος διδάσκεται στο γυμνάσιο και χάνεται αυτή η πρώτη ακατέργαστη ματιά. Γίνεται φορτικό με μια εξέταση που πρέπει να μεταφράσεις από τα αρχαία στη δημοτική, λέξεις που έχεις μάθει σ’ ένα λυσάρι.

Η χαρά του βιβλίου ξεκίνησε από την πρώτη γραμμή: «Κάποιος πιάνει στα πράσα ένα παράνομο ζευγάρι». Ποιος έπιασε ποιον με ποια; Πού βρίσκονται; Τι ηλικία έχουν; Τι ωραία, θα διαβάσω μια ερωτική ιστορία! Βούτηξα στις σελίδες, εικόνες αλλoτινές μα γνώριμες, χρώματα, αισθήσεις, ήχοι, το παρελθόν και το μοντέρνο αλληλομπερδευτήκανε, μέχρι που χτύπησε το τηλέφωνο, «ενοχλώ;», «όχι», λέω, «διαβάζω την ιστορία της Ελένης της Τροίας, ξέρω τι γίνεται στο τέλος». Τότε μόνο συνειδητοποίησα ότι ήξερα πολύ καλά ποιο ήταν το παράνομο ζευγάρι και ποιο το τέλος του. Αλλά αυτή δεν είναι η μαγεία της τέχνης, το ταλέντο ενός σπουδαίου μυθιστοριογράφου, να σου λέει το πιο αυτονόητο πράγμα, και εσύ να νομίζεις πως το διαβάζεις για πρώτη φορά. Mε την ίδια ζέση ξαναέπιασα το βιβλίο. Η χαρά εξελίχτηκε σε ένταση και προσπάθησα να διαβάσω τις τελευταίες σελίδες όσο πιο αργά μπορούσα, όπως συνηθίζω όταν δεν θέλω να τελειώσω ένα αγαπημένο βιβλίο.

Διαβάστε ένα απόσπασμα του βιβλίου εδώ.

Κατερίνα Λομβαρδέα

Steven Levy, Facebook, the inside story, Penguin Random House

Ξεκίνησα να το ακούω με χλιαρή διάθεση (ναι το άκουσα στο Audible, την ώρα της γυμναστικής, πού να βρεθεί χρόνος να το διαβάσω σε μια πολυθρόνα!), χωρίς να είμαι σίγουρη αν ήθελα να μάθω περισσότερα για τον Ζούκερμπεργκ, που ποτέ δεν μου ήταν ιδιαίτερα συμπαθής – ούτε αυτός ούτε το δημιούργημά του, που άλλες φορές το βλέπω σαν χρήσιμο επαγγελματικό εργαλείο, άλλες όπως βλέπουν κάποιοι το ποτό ή τα ναρκωτικά (με αηδία αλλά κι εξάρτηση) και πολύ λίγες φορές με χαρά, όταν για παράδειγμα βλέπω φωτογραφίες και ποστ ανθρώπων με τους οποίους σίγουρα θα είχα χαθεί, παρότι τρέφω γι’ αυτούς συμπάθεια.

Παρασύρθηκα γρήγορα γιατί ο συγγραφέας γράφει σαν ένας κλασικός Αμερικανός της παράδοσης του new journalism: καθηλωτικά. Έχοντας κάνει εξαντλητική έρευνα, και έχοντας αποκτήσει για χρόνια απόλυτη πρόσβαση στον ίδιο τον Ζούκερμπεργκ, το περιβάλλον του και το facebook, ο διάσημος δημοσιογράφος αποδίδει λεπτομέρειες που ζωντανεύουν την αφήγηση και θυμίζουν λογοτεχνία, με τη διαφορά ότι μαθαίνεις για ένα υπαρκτό πρόσωπο που έχει επηρεάσει τη ζωή σου όσο ελάχιστοι.

Τα συμπεράσματα είναι πολλά, θα μείνω όμως σε δύο: Σχημάτισα την εικόνα ενός ανθρώπου με μία τρομακτική (κυριολεκτικά) φιλοδοξία χωρίς όρια, όχι όμως για χρήμα ή φήμη. Ο Ζούκερμπεργκ «παίζει» με το facebook όπως έπαιζε μανιωδώς από την εφηβεία του με το βιντεοπαιχνίδι Civilization. Σε αυτό, ο παίκτης είναι επιφορτισμένος να ηγηθεί ενός ολόκληρου ανθρώπινου πολιτισμού κατά τη διάρκεια χιλιετιών, ελέγχοντας όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ο ίδιος, με την αταλάντευτη προσήλωση στην αποστολή του «να ενώσει τους ανθρώπους», μοιάζει με ρομπότ «προγραμματισμένο» να ασκήσει τη μεγαλύτερη δυνατή επιρροή στους γύρω του, είτε πρόκειται για τους συμφοιτητές του στο Χάρβαρντ, είτε για τον κόσμο όλο. Και βέβαια, οι ιδέες στις οποίες πατάει δεν είναι δικές του. Ή όχι μόνο δικές του. Αυτό το γνωρίζαμε ήδη, όμως είναι πολύ ενδιαφέρον να βλέπει κανείς ότι δεν έχει κανένα πρόβλημα να «δανείζεται» από όποιον σκέφτεται κάτι έξυπνο, αρκεί να τον ιντριγκάρει η ιδέα και να νιώθει ότι μπορεί να την εξελίξει, προκειμένου να επηρεάσει περισσότερους. Κάτι που, δυστυχώς, έχει καταφέρει ίσως ξεπερνώντας και τα πιο τρελά δικά του όνειρα.

Διαβάστε ένα απόσπασμα του βιβλίου εδώ.

Aκούστε ένα απόσπασμα του βιβλίου:

 
Δανάη Μαραγκουδάκη

Μπεν Μακιντάιρ, Ο Κατάσκοπος και ο Προδότης, μετ. Παλμύρα Ισμυρίδου, Κλειδάριθμος

Η ιστορία του Όλεγκ Γκορντιέφσκι θα μπορούσε να είναι ένα καταπληκτικό μυθιστόρημα που προσφέρει στιγμές αγωνίας καθώς ο ήρωας προσπαθεί να ξεφύγει από τους διώκτες του. Αλλά είναι αληθινή ιστορία. Γιος πράκτορα της KGB, ο Γκορντιέφσκι ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του στη σοβιετική υπηρεσία πληροφοριών και έζησε την ανέγερση του τείχους του Βερολίνου αλλά και την Άνοιξη της Πράγας. Μέχρι που το 1974 αποφάσισε να αλλάξει στρατόπεδο.

Ο «κύριος Κόλινς», όπως τον ήξερε η Θάτσερ, ήταν το μεγαλύτερο όπλο των Βρετανών στον Ψυχρό Πόλεμο. Επί πάνω από δέκα χρόνια μετέφερε σοβετικά μυστικά στους Βρετανούς, επιτρέποντας στην MI6 να πάρει λίγο από το αίμα της πίσω μετά την ντροπή που της προκάλεσε η περίπτωση του Κιμ Φίλμπι, του διπλού πράκτορα που έδινε πολύτιμα βρετανικά μυστικά στους Σοβιετικούς. Εκτός από αναρίθμητα πολύτιμα στοιχεία, ο Γκορντιέφσκι προσέφερε στους Δυτικούς και μια μοναδική ευκαιρία να αποκτήσουν πρόσβαση στον σοβιετικό τρόπο σκέψης. Οι πληροφορίες που έδωσε στο Λονδίνο ήταν ο λόγος που κρίθηκε επιτυχημένη η παρουσία της Μάργκαρετ Θάτσερ στην κηδεία του Γιούρι Αντρόπωφ το 1984, ενώ αργότερα η πρωθυπουργός χρησιμοποίησε πληροφορίες του για χειριστεί προς όφελος της Δύσης την επίσκεψη του Γκορμπατσώφ στην Αγγλία.

Η ιστορία του Γκορντιέφσκι θα άξιζε να διαβαστεί και μόνο για την πλήρη εικόνα της πολύπλοκης ζωής ενός κατασκόπου που προσφέρει. Όμως –σε συνδυασμό με το βιβλίο Ο σιωπηλός μου πόλεμος: Η αυτοβιογραφία ενός κατασκόπου του Φίλμπι– καταφέρενει και κάτι άλλο: να δει κανείς το ψέμα, την αλήθεια, την ιδεολογία και την ανάγκη για ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη υπό διαφορετικό πρίσμα.

Διαβάστε ένα απόσπασμα του βιβλίου εδώ.

Αλέξανδρος Μασσαβέτας

Ολίβια Μάνινγκ, Βαλκανική Τριλογία,μετ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ, Μεταίχμιο

Για πολλοστή φορά διαβάζω την Βαλκανική Τριλογία της Ολίβια Μάνινγκ (στο αγγλικό πρωτότυπο), ένα από τα βιβλία που με έχουν σημαδέψει. Η μετάφρασή του, επί τέλους, στην ελληνική (Μεταίχμιο) καθιστά προσιτό στο ελληνικό κοινό το αυτοβιογραφικό αυτό μυθιστόρημα, από τα σημαντικότερα της βρετανικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα. Ελπίζω να μεταφρασθεί σύντομα και η Λεβαντίνικη Τριλογία, το δεύτερο μέρος ενός μνημειώδους έργου που φέρει, συνολικά, τον τίτλο Τύχες του Πολέμου.

Πρόκειται για την σημαντικότερη γυναικεία μαρτυρία της ζωής στην Ευρώπη και την Μέση Ανατολή κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Μάνινγκ παντρεύθηκε το 1939, λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, τον Ρέτζιναλντ Σμιθ, κομμουνιστή ιδεολόγο και καθηγητή της αγγλικής στο Βρετανικό Συμβούλιο. Τον ακολούθησε στο Βουκουρέστι, όπου τους «βρήκε» ο πόλεμος και η διολίσθηση της Ρουμανίας στο χάος. Ο πόλεμος τους ακολούθησε και στην Ελλάδα, όπου κατέφυγαν όταν η Ρουμανία προσχώρησε στον Άξονα. Για δεύτερη φορά χρειάσθηκε να δραπετεύσουν, καταφεύγοντας στην Αίγυπτο. Η Βαλκανική Τριλογία αποτελεί την λογοτεχνική μεταφορά των εμπειριών της Μάνινγκ στην Ρουμανία και την Ελλάδα· η Λεβαντίνικη Τριλογία βασίζεται στις εμπειρίες της στην Αίγυπτο.

Τα γεγονότα και τα διλήμματα του πολέμου, ωστόσο, αποτελούν το φόντο πάνω στο οποίο η συγγραφέας ξετυλίγει το νήμα μιας θυελλώδους σχέσης. Το ζεύγος των πρωταγωνιστών, ο Γκάι και η Χάριετ Πρινγκλ, αποτελούν λογοτεχνική μεταφορά της Ολίβια και του Ρέτζιναλντ. Οι νιόπαντροι, που βρίσκονται σε μια ξένη χώρα υπό συνθήκες μεγάλης αναταραχής, συνειδητοποιούν πόσο διαφέρουν στους χαρακτήρες, τις ιδέες και τις προτεραιότητές τους. Εσωστρεφής και συχνά αντικοινωνική, η Χάριετ πασχίζει να ακολουθήσει τον εύθυμο και συχνά ανεύθυνο Γκάι στις κοινωνικές του συναναστροφές και επαγγελματικές περιπέτειες. Οι ματαιώσεις έρχονται η μία μετά την άλλη για την Χάριετ, που βλέπει τον πόλεμο να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο για την Βρετανία, τον σύζυγό της να διαθέτει όλο και λιγότερο χρόνο για την ίδια και το μέλλον για τους δυο τους και τον κόσμο απολύτως αβέβαιο.

Η Βαλκανική Τριλογία είναι μια «κατάθεση ψυχής» για τα διλήμματα των σχέσεων, τις υποχωρήσεις που απαιτούν και τις ματαιώσεις που επιφέρουν. Είναι παράλληλα ένα αντιπολεμικό μανιφέστο και μία πολύτιμη μαρτυρία της καθημερινότητας στην Ρουμανία και την Ελλάδα της περιόδου. Το ελληνικό κοινό θα βρει ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες τις περιγραφές της Αθήνας, μιας νεοκλασικής «πόλης από μάρμαρο» (πριν την μεταπολεμική λαίλαπα της αντιπαροχής) που η Μάνινγκ αγάπησε ιδιαίτερα (και στην οποία επέστρεφε τακτικά μεταπολεμικά). Οι περιγραφές της ελληνικής κοινωνίας και γεγονότων όπως ο γερμανικός βομβαρδισμός του Πειραιά συνιστούν ιστορικά ντοκουμέντα ανεκτίμητης αξίας.

Το περιπλανώμενο ζεύγος των Πρινγκλ περιβάλλει σωρεία χαρακτήρων από διαφορετικές εθνότητες και κοινωνικά περιβάλλοντα. Η αρτιότητα της απόδοσής τους και η πειστικότητα των σκηνών που αποτυπώνονται με την παραμικρή λεπτομέρεια, είτε πρόκειται για στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής είτε για γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία της περιοχής, είναι η μεγάλη δύναμη του έργου. Η συγγραφέας, εξάλλου, αποδίδει γεγονότα και καταστάσεις που έζησε από κοντά.

Η Ολίβια Μάνινγκ υπήρξε ένας δύσκολος άνθρωπος, που είχε όμως απόλυτη συναίσθηση της δυσκολίας του χαρακτήρα της. Δεν επεφύλαξε στον εαυτό της καμμία επιείκεια, όπως αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης καθώς ξεδιπλώνεται, μπροστά του, ο χαρακτήρας της Χάριετ. Υπήρξε μια γυναίκα που αναζήτησε επίμονα την γαλήνη και την συναισθηματική πληρότητα στον τρικυμιώδη γάμο της, χωρίς ποτέ να την βρει. Είχε όμως μια ενδιαφέρουσα ζωή και το θάρρος να την καταγράψει χωρίς να την εξωραΐσει – κάτι που της χάρισε μια θέση στην αιωνιότητα.

Διαβάστε ένα απόσπασμα του βιβλίου εδώ.

Μαργαρίτα Μιχελάκου

Θανάσης Χατζόπουλος, Ιστορικός Ενεστώς, Πόλις

Είκοσι ένα κείμενα ακροβατούν εκεί που συναντιούνται το διήγημα, το αστυνομικό Δελτίο, οι βιογραφίες και τα χαϊκού και συνθέτουν είκοσι μία ζωές, αλλά και μια εποχή ανάμεσα στο 1960 και το 2000 στην Ελλάδα. Οι ιστορίες (curricula vitae είναι ο υπότιτλος του Χατζόπουλου) πιάνουν λίγες σελίδες, καμιά φορά και μόλις οκτώ αράδες, μοιάζουν με αστυνομικά Δελτία ή ειδήσεις σε εφημερίδες αλλά συλλαμβάνουν τις αόρατες δυνάμεις που κινούν τα νήματα της ζωής, τις φιλοδοξίες, τις προσδοκίες και τις προβολές με την αέρινη ακρίβεια που συχνά δεν βλέπεις σε υπεραναλυτικά κείμενα και πάνω από όλα μας θυμίζει ότι αυτό που θα μπορούσε να είχε γίνει δεν είναι στο χέρι μας, αλλά στο χέρι της μοίρας/τύχης, όπως θέλουμε ας το πούμε ανάλογα με την αισιοδοξία του καθενός, και ότι όλα μπορούν να αλλάξουν από τη μια στιγμή στην άλλη. Οι πιο αισιόδοξοι θα κλείσουν το –μικρό, 100 σελίδων– βιβλίο και θα αποφασίσουν να ζήσουν την κάθε μέρα σαν να ήταν η τελευταία.

Δημήτρης Ξενάκης

Χένρικ Ρερ, Γκαβρίλο Πρίντσιπ, Ο άνθρωπος που άλλαξε τον αιώνα, Μαμούθ Comix

Όταν ήμασταν μικροί διαβάζαμε κόμιξ. Τώρα που μεγαλώσαμε, μεγαλώσαν και τα κόμιξ και λέγονται πια graphic novels, τα διαβάζουμε όμως με τον ίδιο ενθουσιασμό και μοιράζονται επάξια τον χώρο στην βιβλιοθήκη μαζί με την καλή λογοτεχνία. Ένα από αυτά είναι και το Γκαβρίλο Πριντσιπ: Ο άνθρωπος που άλλαξε τον αιώνα του Δανού Χένρικ Ρερ, ένα ιστορικό αφήγημα γύρω από τον άνθρωπο που δολοφόνησε τον αρχιδούκα Φερδινάνδο στο Σαράγεβο το 1914 πυροδοτώντας τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο Ρερ εκτός από το φίνο μαυρόασπρο σκίτσο του, που ταιριάζει απόλυτα με την σκοτεινή αυτή εποχή της Ευρώπης, ζωντανεύει την ιστορία του με χαρακτήρες με τους οποίους πραγματικά συμπάσχεις, χτίζοντας μία μυθιστορηματική ατμόσφαιρα. Παράλληλα όμως, χτίζει μια συναρπαστική απεικόνιση του παζλ που ήταν τα Βαλκάνια εκείνη την εποχή, που προσωπικά μου έδωσε στοιχεία για την κατανόηση της πολύ πιο πρόσφατης ιστορίας τους. Στο επίκεντρο όμως του βιβλίου βρίσκεται το αιώνιο φιλοσοφικό ερώτημα του πως διαμορφώνεται η ιστορία: ορίζεται από το χέρι ενός ανθρώπου, ή ενός τυχαίου γεγονότος; Ή είναι προκαθορισμένη από τα ρεύματα των κοινωνικών και γεωπολιτικών εξελίξεων;

Ο Ρερ μας δείχνει έναν ρομαντικό Σέρβο εθνικιστή να αποτυχαίνει στην οργανωμένη απόπειρα δολοφονίας, καθώς όμως απογοητευμένος επιστρέφει σπίτι του, συναντάει την άμαξα του Αρχιδούκα που έχει πάρει τον λάθος δρόμο και αντιλαμβανόμενος την ευκαιρία, αποτελειώνει την πράξη που κατέληξε σε 15 εκατομμύρια νεκρούς. Παράλληλα όμως, το βιβλίο που ονομάζεται «Ο άνθρωπος που άλλαξε τον αιώνα», ξεκινάει κλείνοντάς μας το μάτι με ένα απόφθεγμα του Μπίσμαρκ, που πάνω από 20 χρόνια πριν το συμβάν λέει: «Η Ευρώπη σήμερα είναι μία μπαρουταποθήκη και οι ηγέτες της μοιάζουν με άνδρες που καπνίζουν μέσα σε οπλοστάσιο. Μία σπίθα θα προκαλέσει την έκρηξη που θα μας καταστρέψει όλους. Δεν μπορώ να σας πω το πότε θα γίνει αυτή η έκρηξη, μπορώ όμως να σας πω το που. Είναι στα Βαλκάνια που κάποια βλακώδης ενέργεια θα την προκαλέσει». Το βιβλίο μας αφήνει να βγάλουμε τα δικά μας συμπεράσματα.

Κατερίνα Οικονομάκου

Peter Hessler, Buried: An Archeology of the Egyptian Revolution, Penguin

«Τίποτε δεν συμβαίνει στην Αίγυπτο, τίποτε δεν αλλάζει», του είχε πει ένας έμπειρος συνάδελφός του στη Νέα Υόρκη, όταν ο Πίτερ Χέσλερ του ανακοίνωσε ότι σχεδίαζε να εγκατασταθεί για μερικά χρόνια στην Αίγυπτο. Σε εκείνη τη φάση της ζωής του, όμως, ο Αμερικανός δημοσιογράφος ακριβώς αυτό αποζητούσε: Έναν τόπο όπου θα μπορούσε να αφοσιωθεί στην εκμάθηση μιας δύσκολης γλώσσας και τη γνωριμία με μια εντελώς άγνωστη σε αυτόν κουλτούρα, στέλνοντας με την ησυχία του νυσταλέες ανταποκρίσεις από μια χώρα όπου δεν συμβαίνει ποτέ τίποτε.

Κι έπειτα, ενώ όλα ήταν σχεδόν έτοιμα για την μετεγκατάσταση, ξημέρωσε η Αραβική Άνοιξη. Κι ο Χέσλερ είχε μόλις γίνει πατέρας. Ευτυχώς για εμάς, δεν υπαναχώρησε. Μαζί με τη σύζυγό του και τα δίδυμα, δεκαεπτά μηνών κοριτσάκια τους φτάνουν στην Αίγυπτο τον Οκτώβριο του 2011. Όταν θα εγκαταλείψουν τη χώρα για να επιστρέψουν στις ΗΠΑ, το 2016, ο Χέσλερ θα έχει ήδη στείλει μια σειρά από ανταποκρίσεις στο περιοδικό The New Yorker και θα έχει συγκεντρώσει το υλικό για αυτό το βιβλίο που διαβάζεται σαν μυθιστόρημα. Από τις περιγραφές μιας αρχαίας νεκρόπολης γεμάτης με αποτσίγαρα και αρχαίες χάντρες από φαγιάνς, έως το ασανσέρ από σκαλιστό ξύλο στην παλιά, αριστοκρατική, παρηκμασμένη πολυκατοικία όπου θα νοικιάσει ένα διαμέρισμα, ο δημοσιογράφος προσφέρει στον αναγνώστη ένα προνομιακό σημείο με ανεμπόδιστη θέα για να παρακολουθήσει τη δράση των ηρώων. Οι χαρακτήρες μέσα από τα μάτια των οποίων θα επιχειρήσει να δει όχι μόνο την ιστορία της αιγυπτιακής επανάστασης, αλλά και τον κόσμο μέσα στον οποίο αυτή η επανάσταση ξέσπασε, είναι πρόσωπα που θα συναντήσει ξανά και ξανά. Ο Χέσλερ δεν αρκείται σε ολιγόλεπτες, περιστασιακές συνομιλίες, δεν βγάζει γρήγορα συμπεράσματα: νεαροί που συχνάζουν σε ένα τζαμί κοντά στην πλατεία Ταχρίρ, ξένοι και ντόπιοι αρχαιολόγοι, οι γείτονες – όλοι κρατούν διαρκώς ζωντανό το ενδιαφέρον του, καθώς με τη δράση και τη στάση τους αποκαλύπτουν όψεις μιας περίπλοκης πραγματικότητας.

Αλλά υπάρχουν κι οι πρωταγωνιστές του, τα πρόσωπα πάνω στους οποίους ο Χέσλερ θα ακονίσει την οξυδερκή παρατηρητικότητά του. Ο μεταφραστής του, ο δάσκαλος των Αραβικών και περισσότερο από όλους, ο Σαγίντ, ο άντρας που μαζεύει τα σκουπίδια από την πολυκατοικία του. «Όπως πολλοί άνθρωποι στο Κάιρο, του άρεσε να συζητάει για την επανάσταση, αλλά δεν ένιωθε ότι είχε ουσιαστική σχέση με τη δική του ζωή. Δεν ενδιαφερόταν πραγματικά για τα εθνικής σημασίας γεγονότα. Ήταν απολύτως προσηλωμένος στη γειτονιά όπου δούλευε και στα πράγματα που μάζευε. Ο Σαγίντ μάζευε τα σκουπίδια, αλλά μάζευε και μέσα από τα σκουπίδια – έπρεπε να είναι διαρκώς σε εγρήγορση προκειμένου να διακρίνει τα ίχνη που θα τον βοηθούσαν να ψυχογραφήσει τους ενοίκους και να τους πείσει να τον πληρώσουν».

Ανάμεσα σε όλους αυτούς, υπάρχει ο ίδιος ο συγγραφέας. Ο Χέσλερ είναι μεν ένας ξένος παρατηρητής, αλλά αναπόφευκτα όσα εκτυλίσσονται γύρω του τον αφορούν, εφόσον ζει στο Κάιρο. Ο συγγραφέας είναι διαρκώς παρών στην αφήγηση. Αντί να χάνεται στο ανώνυμο πλήθος των Αιγυπτίων ή να ασχολείται με τα ονόματα που θα μείνουν στα εγχειρίδια Ιστορίας, ο Χέσλερ καταδύεται στη ζωή της πόλης, ανακατεύεται με τους ανθρώπους όλων των τάξεων, καταγραφεί πώς διαμορφώνουν την Ιστορία και πώς η Ιστορία αφήνει πάνω τους τα ίχνη της. Η διαδρομή μαζί του είναι καθηλωτική.

Ακούστε ένα απόσπασμα του βιβλίου:

Γιώργος Παναγιωτάκης

Γκράχαμ Γκριν, Ο ανθρώπινος παράγοντας, μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Πόλις

Οι περισσότεροι γνωρίζουμε το έργο του Γκριν μέσα από τον κινηματογράφο και τις ταινίες που βασίζονται σε βιβλία του (Ο τρίτος άνθρωπος, Ο άνθρωπός μας στην Αβάνα, To υπουργείο του φόβου, Το τέλος μιας σχέσης, Ο ήσυχος Αμερικανός κ.ά.). Κάποιες, μάλιστα, γυρίστηκαν πάνω σε δικά του σενάρια, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις το βιβλίο γράφτηκε παράλληλα με το σενάριο για να εκμεταλλευτεί την διαφαινόμενη επιτυχία. Ακόμη και ο αμφιλεγόμενος όρος «κινηματογραφική γραφή», ο οποίος συνήθως χρησιμοποιείται καταχρηστικά, εδώ φαίνεται να ταιριάζει γάντι. Το συγγραφικό του ύφος είναι λιτό, άμεσο και διαθέτει μια υποδόρια ειρωνεία που διαβρώνει αργά την επιφάνεια – κάτι σαν το χαμόγελο του Όρσον Ουέλς στη γνωστή εμβληματική σκηνή της ταινίας Ο τρίτος άνθρωπος. Ο ίδιος σε μεγάλο βαθμό έζησε αυτά για τα οποία γράφει. Εργάστηκε για ένα διάστημα για τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, έκανε παρέα με κατασκόπους και παράνομους και ήταν διάσημος για τις ερωτικές του περιπέτειες.

Ανάλογο παρελθόν έχουν οι περισσότεροι ήρωές του. Είναι τυχοδιώκτες, μικροαπατεώνες, αυτοεξόριστοι σε εξωτικές χώρες, άνθρωποι που κολυμπούν στα απόνερα των μεγάλων γεγονότων του 20ου αιώνα και που, ακόμα και όταν καταφέρνουν να τη βγάλουν καθαρή, βλέπουν τα όνειρά τους να συντρίβονται. Στο μυθιστόρημα Ο ανθρώπινος παράγοντας ο κεντρικός ήρωας ξεκινά από διαφορετική αφετηρία. Ο Μωρίς Κάσελ είναι ένα απλό γρανάζι σε έναν μεγάλο γραφειοκρατικό οργανισμό. Εργάζεται στα κεντρικά της Υπηρεσίας Πληροφοριών στο Λονδίνο, είναι χωμένος σε αρχεία και πρωτόκολλα, υπηρετεί πιστά τις βρετανικές παραδοσιακές αξίες και έχει μικρές συνήθειες τις οποίες λατρεύει. Όπως λατρεύει και τη σύζυγό του, τη Σάρα. Η τελευταία κατάγεται από τη Νότια Αφρική απ’ όπου έχει φύγει κυνηγημένη λόγω του χρώματος του δέρματός της από το καθεστώς του απαρτχάιντ. Όταν όμως το εθνικό συμφέρον θα συγκρουστεί με τον ανθρωπισμό του, η τακτοποιημένη ζωή του Κάσελ θα διασαλευτεί οριστικά. Πρόκειται, όπως πολύ εύστοχα αναφέρεται στο οπισθόφυλλο, για ένα «εγκώμιο της ανυπακοής», για ένα αιχμηρό, ειρωνικό και βαθιά ανθρώπινο μυθιστόρημα. Και, βέβαια, έχει και αυτό την κινηματογραφική του βερσιόν. Γυρίστηκε ένα μόλις χρόνο έπειτα από την έκδοση του βιβλίου, το 1979, και ήταν η τελευταία ταινία που σκηνοθέτησε ο σπουδαίος Ότο Πρέμινγκερ.

Λένα Παπαδημητρίου

Μάγια Λούντε, Η ιστορία του νερού, μετ. Δέσπω Παπαγρηγοράκη, Κλειδάριθμος

«Solastalgia». Αυτή είναι η λέξη που έμαθα χάρη στη Μάγια Λούντε. Εκ του solace (παρηγοριά) και του nostalgia (νοσταλγία). Επί της ουσίας είναι το αίσθημα της απώλειας για ένα οικείο μέρος ή τοπίο που έχει αλλοιωθεί εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Δεν είναι μια λέξη που βρήκα στην Ιστορία του νερού. Σκόνταψα πάνω της σε ένα πρόσφατο τεύχος του National Geographic και χτύπησε μέσα μου ένα υστερικό καμπανάκι.

Από αυτήν τη «solastalgia» νιώθω να πάσχω κάθε φορά που διαβάζω ένα βιβλίο της Νορβηγίδας ιέρειας της cli-fi, αυτήν πυροδοτούν μέσα μου οι κλιματικές δυστοπίες που βιώνουν οι ήρωές της. Σαφώς και δεν ήμουν καμία Γκρέτα Τούνμπεργκ. Το αντίθετο. Άκουγα «climate fiction» και ένιωθα αποστροφή ενώ είδα το Blue Planet II με ένα περίεργο μείγμα ενοχής και απάθειας (ναι, τον έχουμε απαυτώσει τον πλανήτη αλλά τι να κάνουμε;). Με την Ιστορία του νερού (αλλά και την αμέσως προηγούμενη Ιστορία των μελισσών) άρχισα να αφυπνίζομαι και να εμπλέκομαι –φευ!– συναισθηματικά. Ίσως η παγκόσμια κρίση της COVID-19 να βοήθησε. Ίσως όταν άκουσα τη Λούντε να μιλάει για την απουσία χιονιού στο Όσλο στις αρχές του 2020, να κατανόησα επιτέλους ότι το να καταλήξει ο πλανήτης μια έρημος Ατακάμα δεν είναι απλά μια δυστοπία σε ένα μυθιστόρημα. Ίσως τελικά η λογοτεχνία να είναι το τελευταίο καταφύγιο του περιβαλλοντικού κινήματος.

Διαβάστε ένα απόσπασμα του βιβλίου εδώ.

Τάσος Τέλλογλου

Θωμάς Γόρδων, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, μετ. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης

Η γενεαλογία του ελληνικού έθνους γραμμένη από έναν Σκωτσέζο και μεταφρασμένη από τον Παπαδιαμάντη ουδεμία σχέση έχει με την Ιστορία που μαθαίνουμε στο σχολείο. Ο Γκόρντον γεννήθηκε το 1788 στη βορειοανατολική Σκωτία, έμεινε ορφανός μικρός και μοναδικός κληρονόμος μεγάλης περιουσίας, που την αποτελούσαν όχι μόνο οι εκτάσεις των Γκόρντον στη Σκοτία αλλά και ζαχαροφυτείες στην Τζαμάικα (όπου προφανώς δούλευαν σκλάβοι). Ο Γκόρντον έμαθε γράμματα στο Ίτον και την Οξφόρδη και υπηρέτησε στον βρετανικό, τον ρωσικό και τον αννοβεριανό στρατό. Είχε συμμετοχή στην Ελληνική Επανάσταση γνωρίζοντας προσωπικά πρωταγωνιστές της, όπως τον Δημήτριο Υψηλάντη.

Το βιβλίο του, που στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε προσωπικές μαρτυρίες (ημερολόγια) και εκατοντάδες επιστολές αυτοπτών μαρτύρων, περιγράφει με απίστευτη ακρίβεια και απόσταση την σύμπτωση της ανταρσίας του Αλή Πασά με τις κινήσεις του Υψηλάντη και την κατάρρευση του διοικητικού-στρατιωτικού μηχανισμού της Πύλης, αλλά δεν φείδεται της κριτικής των σχεδόν κωμικοτραγικών κινήσεων των πολλών διαφορετικών πρωταγωνιστών αυτής της πολύχρωμης επανάστασης τα χρόνια της εξέλιξής της, όταν συχνά οι εσωτερικοί «πόλεμοι» διαρκούσαν σε σφοδρότητα και χρόνο περισσότερο από τους «εξωτερικούς».

Ο Γκόρντον αγάπησε τους εξεγερμένους Έλληνες και τους βοήθησε, αλλά το γράψιμο της Ιστορίας είναι ένα διαφορετικό πράγμα. Το έργο του εξεδόθη το 1832 και χωρίς την Εθνική Τράπεζα θα ήταν ακόμα αμετάφραστο. Μάταια ο Παπαδιαμάντης και ο Βλαχογιάννης επιχείρησαν να το μεταφράσει ο πρώτος (το έκανε) και να το εκδώσει ο δεύτερος (απέτυχε). Αργότερα ήρθε το γλωσσικό ζήτημα και ο Βλαχογιάννης είχε αμφιβολίες για τη μετάφραση –στην καθαρεύουσα– του Παπαδιαμάντη. Μία ακόμα προσπάθεια στην πρώιμη μεταπολίτευση είχε πρωτεργάτη τον Άγγελο Παπακώστα. Ο Παπακώστας, εξαντλημένος κι αυτός, καταθέτει το χειρόγραφο της Παπαδιαμάντειας μετάφρασης στα Γενικά Αρχεία του Κράτους το 1981. «Ο Παπαδιαμάντειος Γόρδων ξανακλεινόταν στο κιβώτιό του, όπως παλαιότερα είχε κλειστεί στο αμπάρι του καραβιού ο κάπως συνονόματός του Άρθουρ Γόρδων Πύμ του Έντγκαρ Πόε» γράφει ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος στην εισαγωγή της έκδοσης του ΜΙΕΤ. Το ίδρυμα της τράπεζας, που συμβολίζει όσο κανένα ίδρυμα την πολιτική και οικονομική αυθυπαρξία του ελληνικού κράτους, ανέθεσε στον Τριανταφυλλόπουλο την επιμέλεια της έκδοσης το 1989, μετά την ολοκλήρωση της έκδοσης των Απάντων του Παπαδιαμάντη το 1988. Το σημείωμα του Τριανταφυλλόπουλου έχει ημερομηνία 2011. Το 2010, μετά τον θάνατο του Εμμανουήλ Κάσδαγλη, το έργο ανατίθεται στον Άγγελο Μαντά και τη Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου. Αυτοί καταφέρνουν την έκδοση του μνημειώδους έργου, για το οποίο ο Παπαδιαμάντης είχε πει: «Το έργον είναι σπουδαίο και το επόνεσα».

Με μία κουβέντα, ανάμεσα στην έκδοσή του στα αγγλικά και τη μετάφρασή του στα ελληνικά μεσολάβησαν 180 χρόνια. Υποπτεύομαι ότι εκτός από τον όγκο του ρόλο έπαιξαν και όσα γράφει. Είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί από άλλους (Φίνλεϊ, Τρικούπης), αλλά έπαιζε ρόλο κι η γλώσσα της μετάφρασης. Είναι όμως το αρχέτυπο της ιστορίας της ελληνικής επανάστασης. Όποιος θέλει να αρχίσει να σκέφτεται για τα 200 χρόνια από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης θα πρέπει να ξεκινήσει από αυτό.

Θύμιος Τζάλλας

Paul Mendez, Rainbow Milk, Dialogue Books

Το βιβλίο του 37χρονου Πολ Μέντεζ ήταν ήδη στις λίστες με τα καλύτερα βιβλία πρωτοεμφανιζόμενων Βρετανών συγγραφέων, πριν ξεσπάσει το Black Lives Matter. Πραγματεύεται τον αγώνα προσαρμογής στο Λονδίνο δύο μαύρων ανδρών σε δύο διαφορετικές στιγμές της ιστορίας. Αρχικά το 1958 με τον Tζαμαϊκανό Νόρμαν Αλόνσο που παλεύει στην Αγγλία, άρτι αφιχθείς και εν μέσω ρατσιστικών επιθέσεων, να συγκεράσει το middle class αέρα του με τη ζωή της εργατικής τάξης. Το 2002, ένας άλλος μετανάστης, ο Τζέσε Μακάρθι επιλέγει ένα πολύ πιο σύντομο ταξίδι, αλλά εξίσου μεγάλο και χαοτικό στις απαιτήσεις του. Πρώην μάρτυρας του Ιεχωβά από μία μία συντηρητική κοινωνία στα δυτικά Μίντλαντς, φτάνει στο Λονδίνο όπου γίνεται εργαζόμενος στο σεξ.

Η ιστορία του Αλόνσο διαψεύδει το επιχείρημα ότι η βρετανική εμμονή στα συνθήματα των τριών λέξεων («Bring back control», «Get Brexit Done» κι ούτω καθεξής) είναι μία νέα τάση, επιβεβλημένη από την ταχύτητα της εποχής μας. Όλα πρέπει να ειπωθούν σε τρεις λέξεις, γιατί ο κόσμος δεν έχει χρόνο για παραπάνω. Δεν ήταν πιο αργό το 1958, ούτε πιο πολύπλοκα τα μηνύματα προς τον κόσμο. Ο Αλόνσο διαμαρτύρεται γιατί πέφτει διαρκώς πάνω στο σύνθημα: «Keep Britain White». Την περασμένη εβδομάδα, στην Αγγλία προέκυψε θέμα με τρεις ακόμη λέξεις, αυτή τη φορά πάνω στο μπάνερ που έσερνε πίσω του ένα αεροπλάνο πάνω από το στάδιο που διεξαγόταν ο αγώνας Μάντσεστερ Σίτι-Μπάρνλεϊ: «White Lives Matter». Δεν είναι απλώς επίκαιρο το βιβλίο του Μέντεζ, είναι κυρίως ωραίο με δυνατή, καθαρή και γρήγορη γραφή.

Διαβάστε ένα απόσπασμα του βιβλίου εδώ.

Ελίζα Τριανταφύλλου

Περικλής Κοροβέσης, Ανθρωποφύλακες, Εκδόσεις των συναδέλφων

Πρόκειται για επετειακή έκδοση με αφορμή τα 50 χρόνια από την πρώτη κυκλοφορία του βιβλίου.

Ελάχιστοι έχουν καταφέρει να περιγράψουν με τόσο λεπτομερή τρόπο τη βαρβαρότητα των βασανιστηρίων, τον παραλογισμό της τυφλής υπακοής και την ψυχοσύνθεση του ανθρώπου που βιώνει τον εγκλεισμό. Ο Κοροβέσης, ο οποίος έφυγε από τη ζωή μόλις πριν λίγους μήνες, μέσα σε ελάχιστες σελίδες αποτυπώνει την κοινοτοπία του κακού, τον τρόπο με τον οποίο γίνονται μεγάλα εγκλήματα από μικρούς ανθρώπους. Όπως έγραψε ο Δημήτρης Χριστόπουλος, «για όσους λένε ότι από την Ιστορία πρέπει να μαθαίνουμε, εγώ λέω ότι αυτό είναι αδύνατο: από την Ιστορία δεν μαθαίνουμε, όσο κι αν προσπαθούμε ή αν πρέπει. Διότι αν μαθαίναμε από την Ιστορία τότε η ανθρωπότητα θα είχε σταματήσει τα λάθη και θα ζούσαμε καλύτερα, αλλά, όπως όλοι ξέρουμε, αυτό δεν συμβαίνει. Τουναντίον μάλιστα».

Μπορεί να ακούγεται απαισιόδοξο, αλλά δεν απέχει από την αλήθεια. Το μόνο που μένει είναι η συμβουλή που κράτησε τον Κοροβέση όσο βρισκόταν στο κελί: «Τρώγε το φαΐ σου, αγάπα το κελί σου και διάβαζε πολύ». Ίσως αν διαβάσουμε πολύ, να καταφέρουμε να σταθούμε όρθιοι και να αντιμετωπίσουμε την καταπίεση, τη βία και τον φασισμό που επικρατούν καθημερινά γύρω μας.

Ελευθερία Τσαλίκη

Μιχάλης Μακρόπουλος, Η Θάλασσα, Κίχλη

Ο τίτλος μπορεί να μην «γεμίζει το μάτι», όμως η συνοπτική αυτή αφήγηση του συγγραφέα που ακροβατεί μεταξύ φανταστικού και πραγματικού γεμίζει τον αναγνώστη με μια πληθώρα λυρικών εικόνων που τον ταξιδεύουν σε έναν όχι και τόσο μακρινό τόπο.

Η ιστορία έχει ως εξής: Ο κόσμος μας όπως τον ξέρουμε έχει χαθεί. Η θάλασσα σταδιακά καλύπτει όλο και περισσότερο έδαφος καθώς οι πάγοι λιώνουν και προκαλούν πλημμύρες σε όλον τον πλανήτη. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το λιώσιμο ενός παγετώνα αποκαλύπτει έναν μετεωρίτη στη Γροιλανδία. Όσοι επιστήμονες τον εξετάζουν ασθενούν από έναν άγνωστο φονικό ιό που διασπείρεται αστραπιαία σε όλες τις χώρες. Η πανδημία αποδεκατίζει την ανθρωπότητα καθώς κανείς δεν ξέρει πώς να την αντιμετωπίσει. Επιβιώνουν μόνο όσοι διαθέτουν τη μετάλλαξη μιας σειράς γονιδίων και προκειμένου να σωθεί το ανθρώπινο είδος μεταφέρονται σε νέες, υπόγειες πόλεις.

Ανάμεσα τους βρίσκεται η ηρωίδα του βιβλίου, μία νεαρή κηπουρός που έφτασε στην υπόγεια πόλη όταν ήταν μόλις 10 ετών και τώρα εργάζεται στα θερμοκήπια. Μπορεί οι αναμνήσεις της από τον παλιό κόσμο να είναι λιγοστές, αλλά, η ζωντάνια με την οποία τις έχει κρατήσει την παρακινούν να αποδράσει από τον σκοτεινό αυτό υπόγειο κόσμο και να αναζητήσει το σπίτι των παιδικών της χρόνων για να ξανανιώσει την ζεστασιά γνωστών τοπίων και αναμνήσεων.

Αν και πρόκειται για μια δυστοπία που μπορεί να φαντάζει πολύ κοντινή στην δική μας πραγματικότητα και πρόσφατη εμπειρία, οι γλαφυρές περιγραφές της κοπέλας δεν επιτρέπουν στον αναγνώστη να χαθεί στο σκοτάδι. Αντιθέτως, η αφήγηση βασίζεται σε μια συνειρμική παρουσίαση παρόντος και παρελθόντος με έμφαση σε όλες εκείνες τις φωτεινές λεπτομέρειες των παιδικών αναμνήσεων που τελικά αποδεικνύονται γνώριμες για όλους.

Είναι ένα εξαιρετικά απολαυστικό βιβλίο το οποίο παράλληλα προβληματίζει τον αναγνώστη για θέματα όπως η κλιματική αλλαγή, η μοναξιά των πόλεων, η επιστήμη, ο θάνατος και το τέλος της ανθρωπότητας. Το μικρό του μέγεθος είναι ιδανικό για όσους θέλουν να διαβάσουν κάτι στις σύντομες αποδράσεις τους αυτό το καλοκαίρι, φυσικά, με φόντο τη θάλασσα.

Θοδωρής Χονδρόγιαννος

Ναόμι Κλάιν, Στις φλόγες, το καυτό θέμα της κλιματικής αλλαγής, μετ. Μιχάλης Μακρόπουλος, Κλειδάριθμος

Διάβασα το νέο βιβλίο της Κλάιν κατά τη διάρκεια διακοπών στη Σέριφο. Ξεκινώ με τον τόπο ανάγνωσης, γιατί έχει τη σημασία του. Και εξηγώ: το βιβλίο το «ρούφηξα» όχι κλεισμένος μέσα σε ένα τσιμεντένιο διαμέρισμα, αλλά περιτριγυρισμένος από έναν τόπο μοναδικού περιβαλλοντικού πλούτου. Μέσα σε ένα τέτοιο σκηνικό, η ανάγνωση ενός βιβλίου που διαπραγματεύεται το καυτό θέμα της κλιματικής αλλαγής δεν μπορούσε παρά να με γεμίσει με θυμό για το ότι η κοινωνία μας είναι υπεύθυνη για την καταστροφή τόπων αντίστοιχου φυσικού κάλλους σε όλο τον κόσμο. «Τα Νησιά του Σολομώντα έχουν χάσει ήδη πέντε μικρά νησιά με την άνοδο της στάθμης των νερών», αναφέρει η συγγραφέας. Πώς να μην σε θορυβήσει, να μην σε θυμώσει μία τέτοια πρόταση;

Αξίζει, λοιπόν, να διαβάσουμε το βιβλίο, ακριβώς γιατί πρέπει να θυμώσουμε. Να θυμώσουμε και να δράσουμε όσο έχουμε χρόνο. Σύμφωνα με την επιστημονική έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Αλλαγή του Κλίματος (IPCC) έχουμε μπροστά μας μόλις μία δεκαετία για να συγκρατήσουμε την αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας κάτω από τον 1,5 βαθμό Κελσίου μειώνοντας τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Δεν ξέρω αν ποτέ η ανθρωπότητα βρέθηκε ποτέ μπροστά σε μία πιο πιεστική υπαρξιακή κρίση, μπροστά σε μία μεγαλύτερη ανάγκη να αλλάξει ριζικά και ταχύτατα τον τρόπο ζωής της για να σώσει το μοναδικό «σπίτι» της.

Ο θυμός ενισχύεται όταν η παραπάνω ανάγκη συναντά την ελαφρότητα με την οποία αντιμετωπίζουμε την κλιματική κρίση. Σε ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου, η συγγραφέας καταπιάνεται με το πώς τον Απρίλιο του 2010 η υπεράκτια εξέδρα Deepwater Horizon εξερράγη στον Κόλπο του Μεξικού, αφήνοντας πίσω της 4 εκατ. βαρέλια πετρέλαιο, τη μεγαλύτερη πετρελαιοκηλίδα που καταγράφηκε ποτέ σε αμερικανικά ύδατα. Εξηγεί πώς σε διάστημα τριών ετών πετρελαϊκές εταιρείες ξόδεψαν 39 δισ. δολάρια για έρευνες εντοπισμού ορυκτών καυσίμων, την ώρα που ο μέσος όρος επένδυσης σε έρευνα και ανάπτυξη για την ασφάλεια, την πρόληψη ατυχημάτων και την αντιμετώπιση διαρροών ήταν μόλις 20 εκατ. τον χρόνο. Η BP θεωρούσε μικρό τον κίνδυνο ατυχήματος πριν τη διαρροή. Η νέμεσις δεν άργησε να έρθει: το 2015 η πετρελαιοκηλίδα ήταν υπεύθυνη για τον θάνατο τουλάχιστον 5.000 θηλαστικών και έως 5 τρισεκατομμυρίων νεαρών ψαριών, καθώς και για την απώλεια του 50% της βιοποικιλότητας στο παράκτιο ίζημα.

Το βιβλίο περιγράφει ότι τα παραπάνω δεν είναι μία εξαίρεση, αλλά ο κανόνας, ο οποίος αγγίζει και την ελληνική πραγματικότητα, καθώς παρά την ανάγκη εγκατάλειψης των ορυκτών καυσίμων, η χώρα μας έχει επιλέξει να επιτρέψει σε πετρελαϊκές εταιρείες τις έρευνες εντοπισμού υδρογονανθράκων κοντά σε ακτές των Επτανήσων, της Πελοποννήσου και της Κρήτης, μέσα σε περιοχές Natura της Ηπείρου. Το βιβλίο της Ναόμι Κλάιν καταφέρνει να αναδείξει την προστασία του πλανήτη ως καθήκον μιας ολόκληρης γενιάς. Άλλες γενιές κλήθηκαν να πολεμήσουν στο μέτωπο για να κρατήσουν τους τόπους τους ελεύθερους, άλλες να δώσουν κοινωνικούς αγώνες για τα ατομικά δικαιώματα, άλλες να στηρίξουν το μεταπολεμικό θαύμα της ανάπτυξης. Το καθήκον της δικής μας γενιάς είναι να σώσει τον πλανήτη, μιας που «Πλανήτης Β» δεν υπάρχει.

Διαβάστε ένα απόσπασμα του βιβλίου εδώ.

Σοφία Χριστοφορίδου

Άλισον Γκριν, Καλοσύνη, μετ.η Αργυρώ Πιπίνη, Ψυχογιός

Δυστυχώς, δεν πρόλαβα να διαβάσω ούτε ένα βιβλίο στην καραντίνα. Ή μάλλον διάβασα, πολλά, από πολλές φορές το καθένα. Μόνο που όλα ήταν βιβλία για παιδιά. Για αυτό θα σας προτείνω ένα παιδικό βιβλίο, την Καλοσύνη. Είναι μια λέξη που λες και ανήκει στον κόσμο των παιδιών κι όταν μεγαλώνουμε, ξαφνικά ακούγεται παιδική και λίγο αφελής. Όμως, φανταστείτε έναν κόσμο όπου όλοι είναι καλοί; Θα μου πείτε «τι σημαίνει καλός;». Σκεφτείτε τι θα απαντούσε ένα παιδί.

Αυτό θα πρέπει να έκανε και η Άλισον Γκριν, εκδότρια, επιμελήτρια και συγγραφέας παιδικών βιβλίων. Ένας καλός τρόπος για να ξεκινήσουμε είναι να χαρίσουμε ένα χαμόγελο σε κάποιον. Να τον ακούσουμε, ειδικά αν είναι λυπημένος. Να αγκαλιάσουμε κάποιον που νιώθει μοναξιά. Να του κρατήσουμε το χέρι. Να μοιραστούμε τα παιχνίδια (ή τον χρόνο μας). Ή να δώσουμε τη σειρά μας, ή να κάνουμε υπομονή, ειδικά όταν δεν έχουμε καμία όρεξη να το κάνουμε. Όπως λέει στον πρόλογο ο διάσημος εικονογράφος και συγγραφέας παιδικών βιβλίων Άξελ Σέφλερ (παιδιά και μαμάδες σε όλο τον κόσμο πίνουν νερό στο όνομά του), «μερικές φορές μου φαίνεται ότι είμαστε πάρα πολύ απασχολημένοι και δε σταματάμε ό,τι κάνουμε για να δώσουμε ένα χέρι βοηθείας σε εκείνους που το χρειάζονται. Μερικές φορές νιώθουμε ανήμποροι, λες και τίποτε από όσα κάνουμε δεν πρόκειται να αλλάξει τα πράγματα».

Το βιβλίο έχει σαφείς αναφορές στους ανθρώπους που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τις χώρες τους επειδή κινδύνευαν και προτείνει στα παιδιά (και σε όλους μας, δηλαδή) μερικούς απλούς τρόπους να δείξουμε την καλοσύνη μας. Γιατί εκεί έξω μπορεί να στέκεται ένας υπέροχος καινούριος φίλος και να περιμένει μια απλή κίνηση από εμάς. Το βιβλίο εικονογραφείται με εικόνες 38 εξαιρετικών εικονογράφων από την Ευρώπη, την Ασία, την Αφρική. Όλοι πρόσφεραν δωρεάν τα έργα τους για αυτή την έκδοση και μέρος των εσόδων από την πώληση των βιβλίων (και στα ελληνικά) θα διατεθούν στη φιλανθρωπική οργάνωση Three Peas.

Σε τελική ανάλυση, είτε μιλάμε για τον ξένο, είτε για τον διπλανό μας, το να είμαστε καλοί είναι μια άκρως εγωιστική πράξη. Όπως λέει και στο βιβλίο «νιώθεις ωραία όταν φέρεσαι καλά. Άσε που είναι και καλή ιδέα. Επειδή, αν φέρονται όλοι καλά, θα φτιάξουμε έναν καλύτερο κόσμο».

Διαβάστε ένα απόσπασμα του βιβλίου εδώ.

Εικόνα michelakou_margarita
Newsletter editor του inside story. Ήταν στην αρχική ομάδα της Athens Voice και διευθύντρια του Marie Claire.

Διαβάστε ακόμα

Σχόλια

Εικόνα Anonymous

Σας πείσαμε; Εμείς σας θέλουμε μαζί μας!
Χωρίς τους υποστηρικτές μας
δεν μπορούμε να υπάρχουμε.