«Βασίλισσα» ή «πόρνη»: οι γυναίκες στην trap μουσική

Οι ρόλοι που επιφυλάσσει στις γυναίκες το πιο «αλήτικο» παρακλάδι της χιπ χοπ σπανίως είναι πρωταγωνιστικοί ή έστω μη ταπεινωτικοί, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Προσπαθήσαμε να καταλάβουμε γιατί, ανακαλύπτοντας παράλληλα κάποιες ενδιαφέρουσες εξαιρέσεις στον κανόνα. (Το άρθρο περιλαμβάνει υβριστικές εκφράσεις).
Χρόνος ανάγνωσης: 
20
'
Στιγμιότυπο από video clip του τράπερ Snik.

Σκηνικό 1: Θεσσαλονίκη. Τρεις πιτσιρικάδες αράζουν και μιλούν με θαυμασμό για το νέο βιντεοκλίπ που είναι γεμάτο «βυζάρες». Δηλώνουν με θαυμασμό ότι ο τράπερ του βιντεοκλίπ είναι «και γαμώ». Κοιτούν τα κινητά τους με βλέμματα διέγερσης και συμφωνούν ότι αυτός ο καλλιτέχνης δεν είναι σαν άλλους «πούστηδες» που κυκλοφορούν στη μουσική βιομηχανία.

Σκηνικό 2: Χαλκιδική. Οικογενειακή επιχείρηση τύπου beach bar. Μια καντίνα με «Χειροποίητο σουβλάκι 2€» και δυο ντουζίνες ομπρέλες. Στα πέριξ ακούγεται ένας φαινομενικά παράταιρος αλλά και τόσο δημοφιλής ρυθμός: «Θέλω κότερα, ελικόπτερα. Θέλω οικόπεδα. Mix-άρω την κόκα με τη σόδα, βγάζω έσοδα. Με γουστάρουν τα μουνάκια, φορτώνω τα ξέκωλα, ξέκωλα»*. Δύο κοπέλες στην ακροθαλασσιά χορεύουν γελώντας.

Σκηνικό 3: Χώρα Σερίφου. Οικογένεια σε παραδοσιακό καφενείο. Ο έφηβος γιος περιγράφει τα μουσικά του ακούσματα στους δικούς του. Μιλάει έντονα για ένα από τα τραπ ονόματα που γίνονται trending στο YouTube και τα social media. «10.000 ευρώ θα πάρει για να εμφανιστεί στην πόλη μας!», αναφωνεί, αποδεικνύοντας ότι τα νούμερα από τα views έχουν αρχίσει να μεταφράζονται για τα καλά σε καταθέσεις χιλιάδων ευρώ.

Τα τελευταία χρόνια η τραπ έγινε πολλά περισσότερα από ένα δημοφιλές είδος μουσικής. Έγινε το μουσικό χαλί που καθορίζει την εποχή μας μέσα από τα ηχεία σε καφέ, beach bar, κλαμπ ή… λούνα παρκ. Όμως, έγινε και το ηχόχρωμα μιας ολόκληρης γενιάς που ξορκίζει τη μουντάδα των καιρών, ορίζει τη σεξουαλικότητά της και ονειρεύεται κοινωνική άνοδο.

Την ίδια στιγμή, η βία κατά των γυναικών αυξάνεται (και) εν μέσω πανδημίας, η σεξουαλικοποίηση του γυναικείου σώματος στη μουσική καλά κρατεί, ενώ έχει ανοίξει έντονη συζήτηση και για την ελευθερία των καλλιτεχνών να υιοθετούν λόγο που (για κάποιους) υποθάλπει ή θρέφει βία.

Σε αυτό το άρθρο προσπαθούμε να ενώσουμε όλα τα παραπάνω και να ανοίξουμε τη συζήτηση για τη θέση των γυναικών στην τραπ μουσική. Ποια είναι η κουλτούρα που κρύβεται από πίσω της; Γιατί η συντριπτική πλειοψηφία των καλλιτεχνών της είναι άντρες; Πώς αισθάνεται μια γυναίκα που κάνει τραπ σήμερα; Και, φυσικά: Πώς βλέπουν το φύλο τους μέσα από την τραπ οι γυναίκες ακροάτριές της;

«Αλήθεια σαν ταινία το ζούμε, τόσα εκατομμύρια μ’ ακούνε»

Ο Φώτης Κατσιφής (K Daddy) παρακολουθεί την χιπ χοπ σκηνή από το 2002, άλλοτε ως ακροατής και άλλοτε ως DJ και μέλος σε διάφορες μουσικές πρωτοβουλίες (ραδιοφωνική παραγωγή, ραπ σχήμα T.U., διοργάνωση πάρτι χιπ χοπ με τους BlessedKidz κ.ά.). Στο ενεργητικό του έχει μια solo δουλειά και συνεργασίες με καλλιτέχνες όπως οι Sifu VERSUS, Τάκι Τσαν, SNIK και Μπέλαφον.

Εξηγεί ότι η τραπ δεν είναι ένα ξεχωριστό είδος παράλληλο με τη ραπ, αλλά μια μετεξέλιξή της. Πρωτοεμφανίστηκε στις νότιες Πολιτείες των ΗΠΑ στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’90. Πήρε το όνομά της από τα λεγόμενα «trap houses» στα οποία γινόταν το «μαγείρεμα» των ναρκωτικών.

Μουσικά η τραπ δημιουργεί έναν ρυθμικό αλλά και ατμοσφαιρικό ήχο γεμάτο από βαριές μπασογραμμές και τρίηχα στα κρουστά της. Αντίστοιχο ατμοσφαιρικό, «τεχνητό» ύφος υιοθετούν και τα φωνητικά της με τη χρήση auto-tune. Αυτή η τεχνολογία καθιερώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 2000 από ράπερς όπως ο Lil Wayne, o Snoop Dogg και ο Kanye West.

Τα «υλικά» ήταν εκεί. Το μόνο που απέμενε ήταν το περιτύλιγμα. Αυτό ήρθε με τη μορφή «κοφτερών» στίχων, που μιλούν με αφοπλιστική ειλικρίνεια για τη σκληρή ζωή στο γκέτο, τον ανταγωνισμό και την επιβίωση με κάθε τρόπο, συχνά παράνομο. «Όταν ανάμεσα στους πρώτους τράπερς έβρισκες παιδιά που ζούσαν στο γκέτο και προσπαθούσαν να βγάλουν λεφτά με κάθε τρόπο, λογικό είναι ότι μετά για αυτά τα πράγματα θα τους άκουγες να μιλούν. Ήθελαν να δείξουν πώς τα κατάφεραν», λέει ο Φώτης. «Κάθε καλλιτέχνης επηρεάζεται ξεκάθαρα από τις επιρροές και τον τόπο όπου μεγάλωσε», προσθέτει και μου φέρνει σαν παράδειγμα τον Νεοϋορκέζο θρύλο του ραπ 2Pac, που επίσης «μεγάλωσε δύσκολα» αλλά μιλούσε γι' αυτό με διαφορετικό τρόπο. Πράγματι, στο Trapped ο 2Pac φαίνεται να αποκηρύσσει ξεκάθαρα την παγίδα (“trap”) του γκέτο, που μόνο βία πάνω στη βία φέρνει, ενώ στο Dear Mama μιλά με συγκινητικό τρόπο για τη μητέρα του, τη «μαύρη βασίλισσα» του γκέτο.

Πάντως, έπρεπε να περάσουν δέκα και βάλε χρόνια για να γίνει η τραπ το «next big thing», με τις ευλογίες φυσικά της μουσικής βιομηχανίας. Σύμφωνα με τον Φώτη, αυτό έγινε γύρω στο 2011-13 και από τότε ακούγεται απλά παντού, με τον ίδιο τρόπο που οι «κλασικοί» ποπ καλλιτέχνες ακούγονται παντού. Η τραπ είναι ένας από τους ποπ ήχους της εποχής μας.

Το Trap House του Αμερικανού ράπερ Gucci Mane (2005) θεωρείται ένα από τα πρώτα άλμπουμ που έκαναν mainstream τη θεματολογία της τραπ μουσικής.

Όσον αφορά το γιατί η τραπ έγινε τόσο δημοφιλής, ο Φώτης έχει μια πολύ απλή απάντηση: «Γιατί κάποιοι μεγάλοι μουσικοί βιομήχανοι αποφάσισαν ότι είχε έρθει η σειρά της να γίνει». Το κοινό ήταν εκεί, πολυπληθές και διψασμένο, όπως θα ήταν για σχεδόν κάθε είδος μουσικής. «Ο μέσος άνθρωπος δεν είναι “οπαδός” κάποιας μουσικής. Είναι απλά ακροατής, καταναλωτής της μουσικής. Όπως θα ακούσει Ρουβά ή λαϊκά στην έξοδό του, έτσι θα ακούσει και τραπ με εξίσου μεγάλη ευκολία», λέει ο συνομιλητής μου.

Πώς εξηγείται η διεθνής επιτυχία της τραπ;
«Σε αντίθεση με το χιπ χοπ, η παγκόσμια επιτυχία της μουσικής τραπ έχει, μεταξύ άλλων, δύο πιθανές εξηγήσεις: πρώτον, σχετίζεται πολύ με την ανάπτυξη και την προσβασιμότητα της τεχνολογίας και των κοινωνικών δικτύων. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η τραπ είναι το πρώτο μουσικό στυλ όπου άνθρωποι χωρίς δισκογραφία ή χρήματα για να πληρώσουν για ένα demo, μπορούν να κάνουν μουσική από τους υπολογιστές τους. Η δημοσίευση αυτών των τραγουδιών/βίντεο σε ψηφιακές πλατφόρμες είναι μια επανάσταση στον τρόπο δημιουργίας, σκέψης και επικοινωνίας της μουσικής. Εν τω μεταξύ, η παγκόσμια επιτυχία της σχετίζεται άμεσα με το γεγονός ότι πολλές από τις λέξεις αυτού του είδους μουσικής απευθύνονται γενικά σε κοινωνικές τάξεις που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση από την οικονομική κρίση και την ανεργία, ανεξάρτητα από τον τόπο καταγωγής τους. Έτσι, οι νέοι από όλο τον κόσμο, προβλέποντας ένα μαύρο μέλλον για τον εαυτό τους μπροστά σε ένα άνισο κοινωνικό σύστημα, αισθάνονται αυτή τη μουσική σαν μια προφητεία που φωτίζει τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν.
Παραδόξως, παρά το γεγονός ότι η τραπ αγκαλιάζει ανοιχτά τον καπιταλισμό με τους στίχους της για την επιτυχία, τη φήμη, την πολυτέλεια, τα χρήματα κ.λπ., ο νεοφιλελεύθερος πραγματισμός της, σε συνδυασμό με την (πολύ αμερικανική) βάση του «κάν' το μόνος σου», της επέτρεψε να ξεφύγει από το μονοπώλιο των μεγάλων δισκογραφικών εταιρειών που είχαν τον έλεγχο της μουσικής αγοράς. Ήταν ένας τρόπος να πούμε «δεν αποδεχόμαστε τους κανόνες του παιχνιδιού πια, τώρα θα το παίξουμε με τον τρόπο μας».
Πηγή: CCCBLab
«Λοιπόν, μπράβο, φωνές χειροκροτήματα και κόρνες, προστέθηκες επιτυχώς στη λίστα με τις πόρνες»

Η Ιωάννα ακούει ραπ από την Α' Λυκείου, πηγαίνοντας από τις ρίμες των Βόρειων Αστεριών και του 12ου Πιθήκου σε εκείνες των ΒΗΤΑΠΕΙΣ, του Ραψωδού Φιλολόγου και των Bong Da City. Όμως, πλέον και η τραπ έχει σημαντική θέση στις playlist της. Πέρα από το beat, αυτό που την τράβηξε στο είδος ήταν η αφιλτράριστη και ευθύβολη έκφραση των στίχων. «Ένιωθα ότι οι ράπερς μιλούσαν συχνά με έναν τρόπο που θα ήθελα να μιλήσω και εγώ αλλά δεν μπορούσα», λέει. «Καυτηρίαζαν, είχαν ένα storytelling από πίσω. Αυτό με τράβηξε στο είδος», εξηγεί.

Της ζητάω να κάνει μία σύγκριση ανάμεσα στους ράπερς που την εισήγαγαν στο είδος με τους τράπερς που μεσουρανούν στα charts και τα ραδιόφωνα σήμερα: «Κατά τη γνώμη μου, το ραπ, τουλάχιστον στην Ελλάδα, σχετίστηκε κυρίως με το πολιτικό κομμάτι και την περιγραφή της street κουλτούρας. Από την άλλη, η τραπ δίνει έμφαση κυρίως στις διαπροσωπικές σχέσεις, το κυνήγι της καλής ζωής και τα λεφτά».

Άραγε η ταύτιση που αισθάνεται η Ιωάννα στο κοινωνικοπολιτικό να ισχύει και για τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται οι γυναίκες από τους άντρες τράπερς; «Το ότι η γυναίκα αντικειμενοποιείται και υποτιμάται για τις σεξουαλικές της επιλογές δεν είναι ωραίο», δηλώνει κάθετα. «Είναι προϊόν προκαταλήψεων και νομίζω ότι σαν κοινωνία θα έπρεπε να το έχουμε απομυθοποιήσει. Γιατί μια έμπειρη σεξουαλικά γυναίκα θεωρείται “πουτάνα” και παύει να είναι “valid” ως ερωτική σύντροφος και δεν συμβαίνει το ίδιο με έναν άντρα;».

Πριν δώσουμε απάντηση της βάζω να δει ένα βιντεάκι από το TikTok και να το σχολιάσει. Στο βίντεο βλέπουμε μια νεαρή κοπέλα να ραπάρει το diss track της, με αποδέκτη μια άλλη «διπρόσωπη» κοπέλα, που «ζητάει πούτσα κάργα».

«Το να ζητάει κάτι τέτοιο μια κοπέλα είναι βρισιά για την κοινωνία μας», σχολιάζει η Ιωάννα. «Ξέρεις, τα στερεότυπα είναι σαν το σλόγκαν μιας διαφήμισης. Τα ακούς ξανά και ξανά γύρω σου μέχρις ότου τα αναπαράγεις ή έστω τα ανέχεσαι χωρίς να τα αμφισβητείς. Και εγώ πολλές φορές ακούω τραπ μουσική στο background επειδή γουστάρω το beat. Αν όμως, κάτσω και σκεφτώ τι λένε κάποιοι στίχοι, προφανώς δεν θα μ’ αρέσει».

Πάντως, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι η τραπ σαν υποείδος έχει την αποκλειστικότητα στη σεξουαλικοποίηση και το slut shaming των γυναικών. Αντίθετα, μάλλον είναι μοτίβο που συναντά κανείς συλλήβδην στην περσόνα του ραπ άντρα καλλιτέχνη (βλ. εδώ, εδώ και εδώ). Ίσως απλά η κουλτούρα του χιπ χοπ παρέμενε αρκετά παρασκηνιακή στην Ελλάδα μέχρι και την τραπ, με αποτέλεσμα να αγνοούμε την προϊστορία του φαινομένου στα καθ’ ημάς.

«Πουτάνα δεν παίρνω ποτέ σοβαρά, έτσι μου ‘πε η μαμά»

Ο παραπάνω στίχος από το Mama του Sin Boy (κυκλοφορίας στο τόσο «μακρινό» πια 2019!) δίνει την αφορμή για να συνεχίσω την κουβέντα με το Φώτη. Μιλάμε για τα βασικά μοτίβα μέσα από τα οποία παρουσιάζονται οι γυναίκες στην τραπ.

«Καλώς ή κακώς», σχολιάζει, «μιλάμε για ένα ανδροκρατούμενο είδος μουσικής. Το αντίθετο φύλο είναι μία κινητήριος δύναμη για όλους μας. Σε έναν άντρα καλλιτέχνη οι γυναίκες μπορούν να του προκαλέσουν χιλιάδες συναισθήματα: αγάπη, μίσος, ζήλια, νεύρα. Είναι φυσιολογικό στη μουσική σου να βγάλεις τα feelings που αισθάνεσαι από το αντίθετο φύλο».

Γιατί, όμως, αυτά τα feelings εκφράζονται τόσο συχνά με λέξεις όπως «πουτάνα» και «καριόλα»; Ο Φώτης ανατρέχει στις αρχές του είδους για να κάνει το σχόλιό του, αφού βάλει καταρχήν μία κόκκινη γραμμή: «Σήμερα, εν έτει 2021, έχουμε γίνει όλοι απίστευτα politically correct και θέλουμε να λέμε πράγματα με το γάντι, φοβούμενοι μην κατηγορηθούμε για bullying. Από κει και πέρα», εξηγεί, «το να αναφερθείς με έναν θεωρητικά μειονεκτικό όρο σε μια γυναίκα, όπως “bitch”, ήταν απλά φυσιολογικό σε αυτές τις κοινότητες. Είναι όπως λέμε εδώ στην Ελλάδα: “Ρε μαλάκα”».

Ο ίδιος, λοιπόν, δεν σπεύδει να υιοθετήσει την ολοκληρωτική καταδίκη λέξεων όπως το «καριόλα» ως σεξιστικές και μειωτικές, όμως πιστεύει ότι η χρήση τους στα ελληνικά είναι αρκετά εκτός πλαισίου: «Το να μεταφέρεις τη σημασιολογία του αμερικάνικου “bitch” στην ελληνική πραγματικότητα με το “καριόλα” χτυπάει πολύ άσχημα, γιατί αυτό το πράγμα δεν κολλάει στη δική μας κουλτούρα». Συνεχίζει το συλλογισμό του μιλώντας για έναν βασικό πυρήνα της ελληνικής κοινωνίας: την οικογένεια. «Ένα μεγάλο ποσοστό ελληνικών οικογενειών είναι μητριαρχικές», λέει. «Η μορφή της μάνας είναι κάτι απόλυτα σεβαστό και σχεδόν ανέγγιχτο. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο είναι λογικό να μας φαίνεται παράξενο πώς ο ίδιος άντρας που μιλά σεβαστικά για τη μητέρα του χαρακτηρίζει “καριόλες” τις άλλες γυναίκες».

Υπάρχουν επιπτώσεις από τον νόμο;

Οι δηλώσεις του Φώτη μού φέρνουν στο μυαλό την έντονη συζήτηση που είχε ανοίξει τον περασμένο Φεβρουάριο στα social media και την ελληνική κοινωνία σχετικά με το δικαίωμα της Τέχνης να εκφράζεται ελεύθερα, χωρίς το φόβο ότι θα διωχθεί πνευματικά ή ποινικά. Αφορμή ο Νόμος 4779/2021, γνωστός και ως «Νόμος Λιβάνιου».

Επανερχόμενος στο θέμα του άρθρου, απευθύνομαι στη νομικό Χριστίνα Ακριβοπούλου για να μάθω αν οι στίχοι της trap μουσικής θα μπορούσαν να είναι ποινικά ελέγξιμες από την εγχώρια και ευρωπαϊκή νομοθεσία ως λόγος που υποκινεί μίσος στη βάση του φύλου.

Η κ. Ακριβοπούλου σχολιάζει: «Η μουσική αυτή περιέχει πράγματι ρατσιστικό λόγο με την έννοια της έκφρασης απόψεων που αφορούν τη διάκριση φύλου και τη σεξουαλική ταυτότητα. Ωστόσο, στον βαθμό που οι αναφορές αυτές είναι εντελώς αφηρημένες και δεν έχουν συγκεκριμένο αποδέκτη, δεν είναι δυνατή η αστική ή ποινική δίωξή τους, όπως π.χ. θα συνέβαινε αν προσωποποιούσαν τους αποδέκτες ή αν περιείχαν σαφείς προσκλήσεις για την τέλεση βίας ή προσβολή δικαιωμάτων. Εφόσον αυτό δεν ισχύει, έχουμε μεν ρατσιστικό και εχθρικό λόγο, χωρίς όμως αυτός να επιδρά σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Υπάρχει κοινωνική και ηθική απαξία αλλά όχι ποινική ή αστική».

Επιπλέον, σχετικά με το ενδεχόμενο ποινικής δίωξης στα οπτικοακουστικά μέσα που φιλοξενούν τέτοια μουσική, κάτι για το οποίο είχαν εκφραστεί φόβοι τον Φεβρουάριο, συμπληρώνει: «Σε αφηρημένο επίπεδο κανένας καλλιτέχνης ή μέσο δεν έχουν ευθύνη. Ωστόσο, αν από τη μουσική αυτή προκύψει υποκίνηση ή διέγερση σε βία, τότε, ναι, τα οπτικοακουστικά μέσα είναι υπόλογα κατά το Άρθρο 8. Όμως, για να προκύψει αυτό θα πρέπει να συνδυαστεί η μουσική με πράξεις υποκίνησης ή διέγερσης, ή να επιφέρει τέτοια αποτελέσματα. Για παράδειγμα σε μια συναυλία θα πρέπει να ειπωθούν εκφράσεις του μουσικού που να υποκινούν το πλήθος, να περιέχουν εκφράσεις προτροπής διέγερσης σε τέλεση μισαλλόδοξων πράξεων ή να υπάρχει κάποιο αντίστοιχο αποτέλεσμα, π.χ. τέλεση τέτοιων πράξεων από ακροατές με τρόπο ώστε μουσική και πράξεις να συνδέονται (πχ. ένας ακροατής να προχωρά σε πραξεις μίσους ακολουθώντας το μουσικό pattern)».

«Δεν πάω να δουλέψω, είμαι η Ghetto Queen»

Είναι μια «βασίλισσα» που με τους στίχους της «φλεξάρει» τα ποσά στον τραπεζικό της λογαριασμό, τους followers στο Instagram, τα διαμάντια που της χαρίζουν, τις ελκυστικές της καμπύλες. Αρκετοί θεωρητικοί θα έσπευδαν να ορίσουν τη θεματολογία της ως δείγμα «επανοικειοποίησης» των σεξιστικών-μισογυνιστικών στερεοτύπων που αναπαράγουν οι άντρες τράπερς. Η ίδια, πάντως, βλέπει το όλο θέμα πιο χαλαρά.

Ο λόγος για την Ghetto Queen, τη νεαρή τράπερ από τη Θεσσαλονίκη που ξεκίνησε το 2019 ανεβάζοντας τις μουσικές της στο YouTube. Πλέον ανήκει στο δυναμικό της Panik Records, που τη συστήνει ως την «πρώτη ελληνίδα τράπερ». Κυκλοφόρησε πρόσφατα το ντεμπούτο της Pretty & Ratchet (για τη σημασία της λέξης βλ. εδώ) και αυτή τη στιγμή έχει στα σκαριά αρκετά singles και βιντεοκλίπ, πάντα με την «ακραιότητα στο 100%».

Θέλοντας να περιγράψει πώς αισθάνεται με τον τίτλο που της απέδωσε η Panik, δηλώνει: «Σούπερ, ψιλοκουρασμένη από το “κουβάλημα” και σίγουρα καθόλου humble». Περιγραφεί τη μύησή της στο ραπ ως μια οικογενειακή υπόθεση. Μέσα απ’ την οικογένειά της ήρθε σε επαφή με καλλιτέχνες όπως οι Snoop Dogg, N.W.A., Dr. Dre, D.M.X., Missy Elliot, Remy Ma και Lil’ Kim. «Πιστεύω ότι αυτό που με τράβηξε στη ραπ είναι ότι είναι motivational και φουλ ειλικρινές σαν είδος μουσικής. Τα άλλα είδη είναι αρκετά… κλαψιάρικα και δεν σε αφήνουν να πεις 100% αυτό που νιώθεις. Σκέψου να ‘βγαινε μια λαϊκή τραγουδίστρια και να ‘λεγε “My pussy έτσι, my pussy αλλιώς”. Δεν θα γινόταν», προσθέτει.

Ωστόσο, αναρωτιέμαι αν συνάντησε ποτέ μέσα της ή στον περίγυρό της αντιδράσεις από το γεγονός ότι θέλει να μπει σε αυτό το είδος όντας γυναίκα. Ξεκαθαρίζει πως όχι. «Γενικά, σαν ιδέα υπήρχε από πάντα και απλά κάποια στιγμή παρακινήθηκα από άλλους ράπερς και γνωστούς με τη λογική ότι “Δεν το ‘χει κάνει άλλη αυτό που θα κάνεις εσύ στην Ελλάδα”. Εξάλλου, είναι πολύ φτηνή σεξιστική δικαιολογία το “Μην το κάνεις γιατί είσαι γυναίκα”. Και να μην ήμουν η Ghetto Queen, ποιος είσαι εσύ που θα μου πεις τι θα κάνω;».

«Είμαι μία, όλες οι άλλες είναι cringe»

Ένα βασικό μοτίβο στα τραγούδια της Ghetto Queen είναι ο ανταγωνισμός της προς άλλες γυναίκες: «Είσαι άσχημη, μου χαλάς την αισθητική». «Δεν βρίσκω κάποι' αντάξια για να ανταγωνιστώ. Σου κλέβω και τον άντρα άμα δεν σε συμπαθώ».

Για κάποιους/-οιες ο «γυναικείος ανταγωνισμός» είναι ένα μοτίβο συμπεριφοράς που εκπορεύεται από τη βιολογία και τη φυσική επιλογή με στόχο την προσέλκυση ερωτικού συντρόφου. Η «εξουδετέρωση» της «αντιπάλου» γίνεται μειώνοντας είτε την εξωτερική εμφάνισή της είτε τις σεξουαλικές της πρακτικές. Από την άλλη, εκπρόσωποι της φεμινιστικής ψυχολογίας μιλούν για «εσωτερικευμένο μισογυνισμό» και για πολιτισμικά πρότυπα που οξύνουν τον ανταγωνισμό σε ένα ήδη άνισο για τις γυναίκες περιβάλλον.

Όπως θα φανεί και παρακάτω, η Ghetto Queen αποφεύγει να μειώσει τις άλλες γυναίκες για τις σεξουαλικές τους πρακτικές (ας θυμηθούμε τη νεαρή κοπέλα του TikTok), όμως έχει πολλά να πει για την εξωτερική τους εμφάνιση και το… softness τους.

«Έδωσα το κίνητρο σε πάρα πολλές να βγουν μετά από εμένα», λέει. «Εγώ άνοιξα δρόμους σε όλες. Χάρη σε μένα κάνουν sign άλλες γυναίκες σε εταιρείες, χάρη σε μένα βγαίνουν και μιλάν για flex και γκόμενους. Πρακτικά καμιά δεν κάνει αυτό που κάνω. Ντρέπονται; I don’t know».

Σχετικά με το φεμινιστικό σύνθημα «Girl Power» δηλώνει: «Δεν υπάρχει girl power και αν υποθέσουμε ότι υπάρχει είναι σε τέρμα μικρό level. Δεν πα' να είναι δύο γυναίκες κολλητές δέκα χρόνια; Αν η μία την πέσει στον γκόμενο της άλλης τέλειωσε. Ή μάλλον θα σου φέρω ένα ακόμα καλύτερο. Βγήκαν στη φόρα ροζ βίντεο γνωστής κοπέλας και αρχικά όλοι την σταύρωναν. Όταν βγήκε και έκλαιγε δημόσια ξαφνικά έτρεξαν να την στηρίξουν. Αυτό είναι empowering;», αναρωτιέται. «Δεν ξέρω, μου είναι πολύ cringe και fake as fuck».

Η άποψή της για το girl power φαίνεται να επεκτείνεται και σε ζητήματα καλλιτεχνικών συνεργασιών. «Θέλω ειλικρινά να συνεργαστώ με γυναίκες, αλλά είναι πολύ λολίτες για μένα όσες έχουν βγει. Προς το παρόν, έχω feat με την Keisha Kokaine, που είναι στρίπερ από Αμερική και τέρμα ratchet. Τέτοιες γουστάρω».

«Ειμ’ ο top στην Ελλάδα, τράπεζα γεμάτη φράγκα»

Σε κάθε περίπτωση, ξεκαθαρίζει η Ghetto Queen, βασικό κίνητρό της ήταν να βγάλει λεφτά από τη μουσική της. Αυτό την έκανε να πεισμώσει και αυτό την επαναφέρει ψυχολογικά στα δύσκολα. Όπως μου λέει με νόημα: «Money never sleeps».

Ο Φώτης δεν βλέπει τίποτα κακό σε αυτό. Δυσκολεύεται να δει τον λόγο για τον οποίον ένας μουσικός πρέπει απαραίτητα να έχει και κοινωνικοπολιτική έκφραση και δεν μπορεί να είναι απλά διασκεδαστής. Στο κάτω-κάτω, σε εμάς επαφίεται το αν θα τον ακούσουμε.

«Παλιά το community των χιπ χόπερς χωρίστηκε στα δύο επειδή ο NiVo το “ξεπουλούσε” βάζοντάς το μέσα στα κλαμπ, κάνοντάς το εμπορικό. Όμως, εξαρχής το χιπ χοπ εξελίχτηκε παράλληλα στις πλατείες και στα κλαμπ. Στο τέλος της ημέρας», καταλήγει ο Φώτης, «είναι για ποιον λόγο επιλέγεις να ραπάρεις. Είναι έκφραση, προβληματισμός ή λεφτά και εύκολη ζωή; Για παράδειγμα, από τη μία έχεις τους Λόγος Τιμής και τον Blood Hawk, από την άλλη τον iLLEOo και τον SNIK, που κάνουν “εύκολη” μουσική για διασκέδαση και για να μπουν στη μουσική βιομηχανία. Αν ακυρώσουμε αυτούς τους τελευταίους, θα πρέπει να ακυρώσουμε και όλη την dance μουσική ως ανούσια ή τους Scorpions ως γλυκανάλατους».

Ενδεικτικές του «σχίσματος» είναι οι συνεντεύξεις δύο καλλιτεχνών της ραπ και της τραπ, του Ταραξία και του Light αντίστοιχα. Το 2017 ο Ταραξίας δήλωνε ότι «πλέον [το ραπ] είναι μια εμπορική διαδικασία. Όλοι προσπαθούν να βγάλουν λεφτά από αυτό, είτε το παραδέχονται είτε όχι και οι underground και οι εμπορικοί. Όλοι κάναμε κινήσεις που δεν έχουν καμία επαφή με την επανάσταση, με αυτό που πρέσβευε κάποτε η μουσική αυτή».

Από την άλλη, ο Light, ένας νεαρός τράπερ που ξεκίνησε από τη δυτική Θεσσαλονίκη για να φτάσει την κορυφή του Spotify, σχολιάζει σε δική του συνέντευξη: Αυτή τη στιγμή όλα τα παιδιά θέλουν να γίνουν ράπερ γιατί είναι το δικό μας American dream […] Γι’ αυτό θέλουν όλα τα παιδιά να γίνουν ράπερ, γιατί, ειδικά στην Ελλάδα της φτώχειας και της κρίσης, όταν βλέπεις άλλους ανθρώπους να διαπρέπουν κάνοντας κάτι που σου αρέσει λες “ΟΚ, μπορώ να κάνω αυτό, μαμά θα γίνω ράπερ”. […]Δεν είναι κακό να βγάζεις λεφτά. Ζούμε σε μια χώρα που ενοχοποιεί το να είσαι πετυχημένος. Θα πρέπει να αισθάνεσαι άσχημα που βγάζεις λεφτά επειδή ο άλλος δεν βγάζει και θα έπρεπε να είσαι ταπεινός. […] Εγώ γι’ αυτό το αποστρέφομαι αυτό το mentality, γιατί φέρνει μόνο μιζέρια. Και τη μουσική μου δεν θέλω να την ακούει κάποιος και να μιζεριάζει».

«Την έχω γιατί έχω λεφτά, αλλά φοβάμαι μην τη χάσω»

Τα λεφτά τροφοδοτούν και ένα ακόμα μοτίβο μέσα από το οποίο παρουσιάζονται οι γυναίκες στην ραπ και τραπ μουσική: αυτό της «gold digger», της γυναίκας που είναι με έναν άντρα για τα λεφτά και μόνο. Πρόκειται για ένα από τα αγαπημένα «επιχειρήματα» των incels: «Αν είχα ένα ευρώ για κάθε γυναίκα που με απέρριπτε, θα κατέληγα να με θέλουν όλες».

Πράγματι, ακούγοντας μερικά από τα δημοφιλή singles της τραπ βλέπεις άντρες να προσφέρουν το «πιο τέλειο διαμάντι» ή τσάντες· πολλές τσάντες: Louis V και Gucci, CHANEL, Hermès

Η Ιωάννα έχει να κάνει κάποια σχόλια για το θέμα. «Ας μην γελιόμαστε. Υπάρχουν όντως κορίτσια που γουστάρουν να τις βάζει ο άντρας πάνω από τον εαυτό του με τα λεφτά», υποστηρίζει. «Ωστόσο, όταν ακούω άντρες τράπερς να παραπονιούνται στα κομμάτια τους για το ότι οι γυναίκες τούς χρησιμοποίησαν», συνεχίζει, «νιώθω μια δικαίωση, και θα σου πω γιατί: Δεν μπορείς να μετρήσεις τον έρωτα και τα συναισθήματα με τα λεφτά. Αυτό έπρεπε να το ξέρουν».

Μια άλλη λέξη-κλειδί που φέρνει η Ιωάννα στη συζήτηση είναι η «αδυναμία»· μία λέξη που δεν είναι ακριβώς συνώνυμη με τον ανδρισμό. Μάλλον το ανάποδο. «Όταν ερωτεύεσαι, νιώθεις ευάλωτος», λέει. «Αυτό ίσως θέλουν να δείξουν οι τράπερς με το παράπονο προς τις gold digger».

Πράγματι, τραγουδώντας «Είναι πουτάνα και γουστάρει να κουνιέται, με φτωχομπινέδες ποτέ δεν γαμιέται» οι άντρες τράπερς απωθούν ένα οδυνηρό βίωμα που όλοι έχουμε νιώσει τουλάχιστον μια φορά: Ερωτευτήκαμε, «ξεγυμνωθήκαμε» συναισθηματικά μόνο και μόνο για να μας απορρίψουν στο τέλος. Και αυτό είναι απόλυτα φυσικό.

Βέβαια, και πέρα από το κομμάτι των ερωτικών σχέσεων, η τραπ ουδέποτε υπήρξε ένα είδος μουσικής που προωθεί μια πιο soft αρρενωπότητα. Το ανάποδο μάλλον: σωματική δύναμη, όπλα, ξεκαθαρίσματα λογαριασμών και, φυσικά, αναμφισβήτητες σεξουαλικές επιδόσεις. Για την Ιωάννα αυτό δεν είναι παράξενο, αφού πιστεύει ότι η «μουσική είναι προϊόν της κοινωνίας, μιας κοινωνίας στην οποία το αντρικό πρότυπο ταυτίζεται με την επίδειξη δύναμης». Η τραπ δεν κάνει τίποτα παραπάνω από το να βρίσκει ένα κοινό ακροατών και να του προσφέρει αυτό που θέλει να ακούσει για να ταυτιστεί.

«Είναι wet, wet, wet, wet, this how we making love»

Όταν, λοιπόν, δεν εκφράζουν τον έρωτά τους με ακριβά ανταλλάγματα και αφοσίωση στη «μία και μοναδική», οι άντρες τράπερς συχνά στρέφονται στις «πολλές και αναλώσιμες», έτοιμοι να υποκαταστήσουν την ευαλωτότητα του έρωτα με μπόλικη τεστοστερόνη και ανδρισμό.

Πάντως, ο Φώτης δεν πιστεύει ότι χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση για το θέμα. Ο ίδιος δεν γνώρισε κάποιον έλληνα τράπερ που να ένιωσε την ανάγκη να επιβεβαιώσει τον ανδρισμό του γράφοντας σκόπιμα τέτοιους στίχους, και ούτε θα έπρεπε, λέει. «Απλά, οι τράπερς ακολουθούν τη ροή του λόγου που βλέπουμε σε αντίστοιχα κομμάτια άλλων χωρών», ισχυρίζεται.

Η Ιωάννα δυσκολεύεται να σκεφτεί κάποιο κομμάτι στο οποίο μια γυναίκα ράπερ υπερηφανεύεται για τις σεξουαλικές της επιδόσεις με τους άντρες ή για το μεγάλο αριθμό ερωτικών συντρόφων. Αναρωτιέται ποια θα ήταν η κοινωνική αντιμετώπιση απέναντι σ’ αυτό, αν μια γυναίκα τολμούσε να το κάνει.

Αναζητώ κι εγώ στο διαδίκτυο για τέτοια κομμάτια και τελικά τα βρίσκω μπροστά μου: στο άλμπουμ της Ghetto Queen. Για παράδειγμα: «Κακομαθημένη, ό,τι θέλω το έχω. Κώστας, Γιάννης, Χρήστος Πέτρος… χα, φώναξέ μου το Γιώργο», «Δεν γαμιέμαι με κανέναν που δεν μου αξίζει», «Έχω έναν main κι άλλους πόσους μες στη φάση», «Τελειώνω, φεύγω πρώτη, push and go τούς κάνω, boo, boo».

Δηλώνει σχετικά: «Σίγουρα δεν είναι εύκολο να εκτίθεσαι σαν γυναίκα για τα σεξουαλικά σου γούστα σε μια χώρα που ο main character μιας γυναίκας είναι “Μην μιλάς με άντρες άμα είσαι σε σχέση, πλένε πιάτα-ρούχα, βάλε μου να φάω”. Προσωπικά δεν μπήκα ποτέ σε τέτοια καλούπια».

Η αποφασιστικότητά της να μιλήσει ανοιχτά για αυτά τα θέματα φαίνεται και από το πώς αντιμετωπίζει το «γλαφυρό» σεξουαλικό τρόπο με τον οποίο μιλάνε οι άντρες τράπερς για τις γυναίκες. Η ίδια υποστηρίζει ότι παίζει ρόλο το ποιος λέει τι, ωστόσο γενικά δεν έχει «τέτοια κόμπλεξ». «Γουστάρω», λέει. «Πλάκα έχει. Το ενδιαφέρον θα ήταν να μας πουν πώς αισθάνονται αυτοί που αναφέρομαι σ’ εκείνους με τον ίδιο τρόπο».

«Αυτή η κωλάρα είναι σα καρδιά, ou-na-na-na-na»

Στο κομμάτι Woh ο τράπερ FY αναλύει τα γούστα του για την τέλεια γυναίκα: «Θέλω το πρόσωπο να 'ναι δεκάρι, θέλω το σώμα της να μοιάζει μ' οχτάρι. Θέλω με τον κώλο να σηκώνει βάρη, και όταν με ακούει να τον κουνάει».

Με αφορμή αυτό το κομμάτι η Ιωάννα συζητά τα πρότυπα γυναικείας ομορφιάς έτσι όπως παρουσιάζονται στην τραπ αλλά και στην κοινωνία γενικότερα. Διαπιστώνει ότι η μεγάλη διάδοση του «body positivity» δεν έχει καταφέρει ακόμα να γκρεμίσει τα στερεότυπα για την εμφάνιση των γυναικών. «Ας πούμε, σώμα σαν οχτάρι, δηλαδή σώμα γεμάτο καμπύλες», αντιτείνει, «μπορεί να έχει και μια “καθημερινή” κοπέλα. Εδώ ο τράπερ αφήνει σε εμάς το δικαίωμα να σχηματίσουμε μια εικόνα μέσα από τους στίχους του. Και, από ό,τι φαίνεται, συχνά πέφτουμε στην προκατάληψη να φέρουμε στο μυαλό μας την εικόνα μιας “τέλειας”, ψηλόλιγνης μα και καμπυλόγραμμης γυναίκας».

Βέβαια, ακόμα κι αν δεχτούμε ότι οι στίχοι αφήνουν ένα περιθώριο ελευθερίας στη φαντασία, δεν ισχύει το ίδιο και για τα βιντεοκλίπ των δημοφιλών τράπερ (βλ. ενδεικτικά εδώ, εδώ και εδώ).

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οι εξελίξεις είναι –όπως συνήθως– πιο ραγδαίες. Στα μέσα Αυγούστου η Αμερικανίδα ράπερ Lizzo κυκλοφόρησε το single Rumors, στο οποίο με ειλικρινή και ενδυναμωτικό τρόπο δηλώνει αδιάφορη για όλη τη φημολογία προς το πρόσωπό της.

Το βιντεοκλίπ (αναφορά στον αγαπημένο Ηρακλή;) απέχει πάρα πολύ από τα συνηθισμένα της χιπ χοπ δισκογραφίας: μια plus-size ράπερ πλαισιώνεται από plus-size χορεύτριες και από την Cardi B, η οποία εμφανίζεται να ραπάρει όντας έγκυος.

Δύο μέρες αργότερα, η Lizzo έκανε ένα μια live μετάδοση στο Instagram. Σε αυτήν μίλησε, όντας συναισθηματικά φορτισμένη, για τα αρνητικά μηνύματα που λαμβάνει στο διαδίκτυο σχετικά με την εξωτερική της εμφάνιση, που ουσιαστικά της ζητούν να σταματήσει να είναι ο εαυτός της μέσα από τη μουσική της.

Η Ghetto Queen σχολιάζει σχετικά με το περιστατικό: «Είναι αστείο να ‘χουμε 2021 και να υπάρχει body shaming και γενικά κάθε είδος ρατσισμού. Από την άλλη, βλέπω κωλοφτιαγμένες από τις πλαστικές γυναίκες οι οποίες περνάν αδιάφορες. Για μένα το να περνάς αδιάφορη σαν μουσικός είναι χειρότερο από το να τραβάς την προσοχή, έστω και με hate. Προσωπικά, ένα καθημερινό σώμα έχω. Και χώρο βρήκα για μένα στο industry και ό,τι θέλω λέω. Αν έχει κότσια και αέρα κάποια, μπορεί να το κάνει».

«I don't fuck bitches, I'm queer, ha»

Αν στο πρόσωπο της Lizzo τα πρότυπα ομορφιάς του χιπ χοπ δέχονται μία βίαιη… επικαιροποίηση, στο πρόσωπο του Lil Nas X η εύθραυστη αρρενωπότητα των ράπερ δέχεται το μεγαλύτερο «πλήγμα» που θα μπορούσε να δεχτεί: Γίνεται queer.

Γεννημένος το 1999, ο Lil Nas X κατάγεται από μία μικρή κωμόπολη της Πολιτείας Georgia των ΗΠΑ. Στα 18 του δούλευε σε ένα Taco Bell σερβίροντας πρόχειρο φαγητό και κοιμόταν στο πάτωμα. Τέσσερα χρόνια αργότερα, επιστρέφει στην ίδια εταιρεία ως «chief impact officer». Είναι βραβευμένος με δύο Grammy, ένας από τους πιο επιτυχημένους καλλιτέχνες στην ιστορία του Spotify και, φυσικά, ένας ανοιχτά ομοφυλόφιλος μαύρος ράπερ. Έκανε coming out το 2019, στο ζενίθ της επιτυχίας που του χάρισε το single του Old Town Road, προχωρώντας έτσι σε μία κίνηση που πριν είκοσι χρόνια θα θεωρούνταν επαγγελματική αυτοκτονία.

Όμως, τώρα τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι. Ο Elton John χαρακτηρίζει το νεαρό ράπερ «προσωπικό του ήρωα» ενώ ήδη κάποιοι σπεύδουν να συγκρίνουν την προβοκατόρικη περσόνα του με εκείνη της Madonna στα ‘80s και τα ‘90s. Δεν είναι και λίγο να αντικαθιστάς τα καλλίγραμμα θηλυκά «τρόπαια» των άλλων ράπερ με γυμνά αγόρια που δραπετεύουν από τη «φυλακή» της ετεροκανονικότητας· ούτε να φιλιέσαι στο στόμα με έναν χορευτή σου σε μία τηλεοπτική μετάδοση που παρακολουθούν εκατομμύρια.

Ο Φώτης πιστεύει ότι οι χιπ χόπερς που δεν αποδέχονται την ταυτότητα του Lil Nas X αυτοαναιρούνται: «Δεν γίνεται σαν μέλος αυτού του community να υποστηρίζεις την ισότητα και την ελευθερία όλων των ανθρώπων και να μας την σπάει το ότι ένας artist είναι γκέι. Το χιπ χοπ είναι –και ελπίζω ότι έτσι θα συνεχίσει να είναι– ένα μέρος για όλους τους ανθρώπους που θέλουν να εκφραστούν και να πουν ενδεχομένως σκληρά πράγματα, να κάνουν τον ακροατή να αισθανθεί ότι έχει έναν αληθινό άνθρωπο κοντά του».

«Woman to woman, I just wanna see you glow»

Ολοκληρώνοντας την κουβέντα μας, ο Φώτης προβλέπει ότι η είσοδος περισσότερων θηλυκοτήτων στην ραπ και την τραπ είναι ζήτημα χρόνου. «Παλιότερα το ραπ ήταν πιο “σκληροπυρηνικό”, με αποτέλεσμα να προσελκύει κυρίως τους άντρες, οι οποίοι παραδοσιακά δίνουν έμφαση στην αρρενωπότητα του “σκληρού” και του “αγελαίου”. Η γυναικεία ψυχοσύνθεση δεν έχει ανάγκη από τέτοιες… μικρότητες και άρα δεν ταυτιζόταν τόσο με αυτό το είδος μουσικής. Με την τραπ το χιπ χοπ έγινε πιο ευκολοχώνευτο, τουλάχιστον από πλευράς μελωδίας, με αποτέλεσμα να προσελκύει περισσότερες γυναίκες και κοινό εν γένει».

«Στην Ελλάδα», συνεχίζει, «δεν θεωρώ ότι σνομπάραμε ποτέ μια ράπερ επειδή είναι γυναίκα. Ίσα-ίσα, στο παρελθόν έχουν βγει πολύ σημαντικές ράπερ όπως η Dogmother και η Sadahzinia. Απλά, οι γυναίκες δεν είναι τόσες γιατί γενικά το χιπ χοπ εδώ δεν είναι τόσο εδραιωμένο». Πάντως, πιστεύει ότι η μουσική βιομηχανία και στην Ελλάδα είναι πλέον έτοιμη να «αγκαλιάσει» τις γυναίκες ράπερ ή τράπερ, γιατί πλέον η ζήτηση είναι αρκετά μεγάλη και οι ίδιες δεν είναι πολλές ακόμα. Οπότε, καταλήγει, η απόφαση να βγουν μπροστά και να προωθήσουν δημοσίως τη μουσική τους είναι πλέον δική τους.

Η Ιωάννα φαντάζεται ένα μέλλον όπου οι προκαταλήψεις καταρρίπτονται και όπου οι γυναίκες ράπερς ή τράπερς εκφράζουν μεγαλύτερη δυναμικότητα, μιλούν ισότιμα με τους άντρες ή τραγουδούν για το πώς βλέπουν την κοινωνία. Και φυσικά, ελπίζει να ξεκινήσουν περισσότερες γυναίκες να ραπάρουν. «Πιστεύω ότι θα υπάρξει αρκετά μεγάλη ταύτιση από πολλές ακροάτριες», λέει.

Όσο για την Ghetto Queen, σκοπεύει να συνεχίσει τη δημιουργία μουσικής χωρίς καμιά πρόθεση αυτολογοκρισίας. «Το να κάνω κορίτσια ανεξαρτήτως ηλικίας να θέλουν να γίνουν independent money makers και να απαιτούν από τον γκόμενό τους τη συμπεριφορά που πρέπει να λαμβάνουν αλλιώς θα παίρνει μπούλο, μόνο καλό κάνει», μου λέει. Και εγώ χαμογελώ διαπιστώνοντας ότι άθελά της μου χάρισε το πιο ειλικρινές και ουσιαστικό Girl Power μήνυμα που θα μπορούσα να ακούσω.

*Μια μέρα αφότου ολοκληρώθηκε το παρόν άρθρο «έφυγε» από τη ζωή ο γνωστός τράπερ Mad Clip μετά από αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Παρόλα αυτά, το άρθρο δημοσιεύτηκε ως έχει γιατί, όπως σωστά είπε μία συνάδελφος, «η μουσική του είναι ακόμα εκεί έξω».

Εικόνα kotsonis
Γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτος φιλολογίας με μεταπτυχιακό στη Δημοσιογραφία και τα Νέα Μέσα. Δουλεύει ως copywriter και αρθρογραφεί σε τοπικά ΜΜΕ. Αυτήν την περίοδο συμμετέχει στο project καταγραφής προφορικών ιστοριών Istorima ως ερευνητής και Field Manager.

Διαβάστε ακόμα

Σχόλια

Εικόνα Anonymous

Σας πείσαμε; Εμείς σας θέλουμε μαζί μας!
Χωρίς τους υποστηρικτές μας
δεν μπορούμε να υπάρχουμε.