
«Η μητέρα μου εγκαταλείφθηκε σε μικρή ηλικία από τη δική της μητέρα και μεγάλωσε στο ίδρυμα. Λίγο αφού ενηλικιώθηκε, την ενημέρωσαν ότι είχε βρεθεί ένας γαμπρός γι’ αυτήν. Παντρεύτηκαν. Σε μας δεν μίλαγε ποτέ για την εμπειρία της εκεί μέσα. Μετά, με τη σειρά της πήγαινε στο ίδρυμα, ως εθελόντρια πλέον, για να βοηθήσει τα νεότερα κορίτσια. Το αντιλαμβανόταν σαν κάποιου είδους αδιαπραγμάτευτη και βαθιά εσωτερική υποχρέωση».
Η ιστορία αυτής της γυναίκας, θολή και ανείπωτη στο μεγαλύτερο μέρος της, έτσι όπως αναδιατυπώθηκε από τα χείλη των παιδιών της, διαγράφει τη σχεδόν πανομοιότυπη κυκλική διαδρομή που διένυσαν δεκάδες κορίτσια, τα οποία μεγάλωσαν σε ορισμένα από τα θρησκευτικά ιδρύματα παιδικής φιλοξενίας της χώρας. Έζησαν εκεί πρώτα ως τρόφιμοι και στη συνέχεια ως εθελόντριες. Θα μπορούσαν να ήταν οι σύγχρονες ηρωίδες του Στίβεν Κινγκ, που φοβήθηκαν τη δική τους “τελευταία έξοδο”, την πραγματική και συμβολική τους απόδραση από το ιδρυματικό πλαίσιο. Ταυτίστηκαν σε τέτοιο βαθμό μαζί του, που οριοθέτησαν την ύπαρξή τους στα αόρατα συρματοπλέγματα του.
Η χώρα μας κάθε άλλο παρά μπορεί να παινεύεται για τις γρήγορες και απλουστευμένες διαδικασίες αδειοδότησης, για οποιονδήποτε σκοπό. Αν κάποιος θέλει να ανοίξει μια μικρή επιχείρηση, θα επιδοθεί σ’ έναν πολύμηνο χαρτοπόλεμο με τις δημόσιες υπηρεσίες για να αποδείξει ότι πληροί τα κριτήρια. Κι αφού την ανοίξει, σίγουρα θα δεχτεί κάμποσες επισκέψεις από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, για να τσεκάρουν ότι όλα πάνε καλά και δεν υφίστανται παραβιάσεις της κείμενης νομοθεσίας.