
Μια καινούρια έρευνα για την πορεία ανασυγκρότησης των εβραϊκών κοινοτήτων στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο δείχνει ότι το ελληνικό κράτος όχι μόνο δεν αποκατέστησε τους Εβραίους που έχασαν τα πάντα στην κατοχή, αλλά τους εκμεταλλεύθηκε. Για να εισπράξει στο όνομά τους χρήματα από τη Γερμανία.
Το πνευματικό κέντρο της εβραϊκής κοινότητας στην Αθήνα, το βροχερό βράδυ της 7ης Οκτωβρίου, ήταν κατάμεστο. Στο πόντιουμ βρέθηκε ένα από τα ιερά τέρατα της έρευνας για την Ελλάδα της κατοχής, ο ομότιμος καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Χάγκεν Φλάισερ, για να παρουσιάσει το βιβλίο της καλύτερής του φοιτήτριας – έτσι μου την είχε συστήσει λίγες μέρες πιο πριν, στη δεξίωση της γερμανικής πρεσβείας για τη γερμανική επανένωση. Το βιβλίο λέγεται «Μία ατελείωτη διαπραγμάτευση» (εκδόσεις Ποταμός, 347 σελίδες, Αθήνα 2019), έχει υπότιτλο «Η ανασυγκρότηση των ελληνικών εβραϊκών κοινοτήτων και οι γερμανικές αποζημιώσεις 1945-1961» και είναι γραμμένο από την Άννα Μαρία Δρουμπούκη. Ο Φλάισερ είπε μεταξύ άλλων εκείνο το βράδυ: «Καμιά φορά ντρέπομαι για την πρώτη μου πατρίδα και έπειτα ντρέπομαι και για την άλλη…».
Οι Έλληνες Εβραίοι γύρισαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης σκελετωμένοι και γυμνοί (2.000 από τις 72.000) χωρίς να έχουν ούτε ένα στοιχείο που να πιστοποιεί ποιοι και ποιες ήταν. Ένα έγγραφο της αμερικανικής πρεσβείας –που επικαλέσθηκε ο Φλάισερ– ανέφερε πως «αρκετές οικογένειες φυτοζωούν ως τρωγλοδύτες». Η επιστροφή δεν ήταν μια διαδικασία αναίμακτη. Από τις 11.000 εβραϊκές κατοικίες στη Θεσσαλονίκη, μόνο λίγες εκατοντάδες έμειναν στους νόμιμους κατόχους ή τους κληρονόμους τους. Η Δρουμπούκη λέει ότι «οι ελληνικές αρχές προσπάθησαν μετά τον πόλεμο να ελέγξουν τη ροή της παλιννόστησης των Ελλήνων Εβραίων» (σ.σ.: από τα στρατόπεδα στις πόλεις καταγωγής τους).
Ο Φλάισερ επισήμανε στην παρουσίαση ότι μέχρι πριν από 20 χρόνια υπήρχε έγγραφο του ελληνικού υπουργείου των Εξωτερικών που χαρακτήριζε «εχθρική μειονότητα τους επιζήσαντες σεφαραδίτες». Σύμφωνα με τον ίδιο, το έγγραφο αυτό χάθηκε στην «αναδιάρθρωση των αρχείων του ΥΠΕΞ».Την εποχή του γυρισμού, το κέντρο αλλοδαπών ήταν αυτό που επόπτευε τους Έλληνες Εβραίους. Ακόμα και σήμερα, «η μέρα μνήμης οργανώνεται από το υπουργείο Εξωτερικών, λες και οι Εβραίοι ήταν αλλοδαποί», παρατηρεί η Δρουμπούκη. Για την έρευνά της χρησιμοποίησε γερμανικά αρχεία, αλλά στράφηκε σε κάτι πολύ πιο κοντινό σε εμάς: το αταξινόμητο αρχείο του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου (ΚΙΣ). Τη βοήθησε από την αρχή μια μικροκαμωμένη γυναίκα που μίλησε στην παρουσίαση του βιβλίου, η Μπέλλα Αρών, που γνώριζε καλά το αρχείο της οδού Σουρμελή, σε ένα δωμάτιο του τρίτου ορόφου. «Αυτό το βιβλίο το οφείλω στην Μπέλλα» είπε η συγγραφέας.
Ο ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ ήταν ο πρώτος που είχε επισκεφθεί το αρχείο αυτό, «όπου μεταξύ των άλλων αποτυπώνεται και η αλήθεια ότι παρά την ύπαρξη των σχετικών νόμων το ελληνικό κράτος έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να πάρουν μετά τον πόλεμο οι Εβραίοι της Ελλάδας –που εντωμεταξύ είχαν εγκαταλείψει τη χώρα σε μεγάλους αριθμούς– όσο το δυνατόν λιγότερα από την προπολεμική περιουσία τους».
Η Δρουμπούκη δημοσιεύει για πρώτη φορά έκθεση του προέδρου του ΚΙΣ Μωυσή Ασέρ, που διαψεύδει την εκδοχή που υποστήριζε μέχρι την συνταξιοδότησή της η προϊσταμένη του αρχείου του υπουργείου των Εξωτερικών, Φωτεινή Τομαή, σύμφωνα με την οποίαν η Ελλάδα ήταν «η πρώτη χώρα της Ευρώπης που στις 24 Αυγούστου 1944 με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου στο οποίο προήδρευε ο πρωθυπουργός της πρώτης μεταπολεμικής κυβερνήσεως Γεώργιος Παπανδρέου αποκατέστησε τις περιουσίες των Ελλήνων Εβραίων και ίδρυσε κοινό ταμείο (ΟΠΑΙΕ) για την περίθαλψη όσων επέζησαν, από εβραϊκές περιουσίες των οποίων δεν βρέθηκαν κληρονόμοι ως και τέταρτου βαθμού συγγενείας…».
Γράφει ο Ασέρ, επικρίνοντας τον νόμο Παπανδρέου: «Λόγω όμως της βιασύνης με την οποία συντάχθηκε ο νόμος, παραλείφθηκε η κατάργηση του προηγούμενου νόμου 205/1943, σύμφωνα με τον οποίον οι εβραϊκές περιουσίες της Μακεδονίας και της Θράκης ετίθεντο στη δικαιοδοσία του ελληνικού κράτους. Συνέπεια αυτού του λάθους και της παράλειψης ήταν ότι όλες οι εβραϊκές περιουσίες σε αυτές τις περιοχές παρέμειναν κάτω από την ελληνική δικαιοδοσία και ειδικά αυτές της Θεσσαλονίκης, που συνιστούσαν το 80% όλων των εβραϊκών περιουσιών. Έτσι, οι επιζώντες δεν μπορούσαν να ζητήσουν την αποκατάσταση των περιουσιών τους, εφόσον ο νόμος του 1943 παρέμενε ακόμα σε ισχύ. Μόνο το 1945, έπειτα από εκτεταμένες παρεμβάσεις του ΚΙΣ και της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης, ο νόμος του 1943 καταργήθηκε».
Ο Ασέρ συμπληρώνει στην επιστολή του, που δημοσιεύεται στο παράρτημα του βιβλίου της Δρουμπούκη, ότι στην ουσία η αποκατάσταση της περιουσίας παρέμενε συμβολική: «Εάν ο πραγματικός ιδιοκτήτης επέστρεφε και έβρισκε την περιουσία του κατειλημμένη από τους καινούργιους “ιδιοκτήτες” που εγκατέστησαν οι ελληνικές η οι γερμανικές αρχές, η αποκατάσταση είναι και πάλι συμβολική, διότι όλες αυτές οι νέες ιδιοκατοικήσεις είχαν γίνει νόμιμες με βάση τον νόμο 484/45».
Έναν χρόνο μετά την απελευθέρωση, είχαν δοθεί πίσω στους Εβραίους ιδιοκτήτες τους μόλις 57 από τα 2.000 καταστήματα σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Ασέρ. «Θα πρέπει εμείς στο ΚΙΣ», γράφει, «να χρησιμοποιήσουμε το ηθικό επιχείρημα ότι δεν είναι λογικό και δεν συμφωνεί με τις ηθικές παραδόσεις του ελληνικού κράτους να θέλει να αποκτήσει όφελος από τη δυστυχία που χτύπησε τον εβραϊκό πληθυσμό της χώρας, προκειμένου να εμπλουτίσει τα εθνικά του θησαυροφυλάκια με τις ιδιοκτησίες των ατυχών πολιτών του και είναι νομικά υπεύθυνο (το ελληνικό κράτος) για την αδιαφορία και την παράλειψη λήψης των σωστών μέτρων αναφορικά με τη διασπάθιση όλης της εβραϊκής περιουσίας που έγινε από τον χριστιανικό πληθυσμό».
Το 1956 ψηφίσθηκε στη Γερμανία το Bundesentschaedigugsgesetz (BEG), δηλαδή ο νόμος «διακανονισμού δικαιώματος επιστροφής περιουσιακών στοιχείων υπό του γερμανικού κράτους δια τα θύματα των καταδιώξεων υπό των εθνικοσοσιαλιστών». Ο ίδιος νόμος καθόριζε ακόμα αποζημιώσεις για την απώλεια «της ελευθερίας, της υγείας, της σταδιοδρομίας, των σπουδών μελών της οικογενείας». Έναν χρόνο μετά, το 1957, ψηφίσθηκε ο BRUEG (Bundesrueckerstattungsgesetz) που αφορούσε την αποζημίωση για εβραϊκές και άλλες περιουσίες που άρπαξαν οι Γερμανοί και μετέφεραν στη Γερμανία κατά την διάρκεια των χρόνων της κατοχής. Ο πρώτος νόμος αφορούσε μόνο θύματα του καθεστώτος των ναζί που ζούσαν στη γερμανική επικράτεια το 1937. Οι δικαιούχοι του BEG –τα θύματα ή οι οικογένειές τους, αν οι ίδιοι είχαν χαθεί– έπαιρναν μέχρι 1.000 μάρκα (500 ευρώ) μηνιαία αποζημίωση. Aπό τους 472 Εβραίους που έκαναν αίτηση, ουδείς είχε την παραμικρή τύχη.
Ο BRUEG αποζημίωνε και τους Εβραίους άλλων χωρών. Έτσι, 869 Έλληνες Εβραίοι ή συγγενείς τους έκαναν κατά την Δρουμπούκη αμέσως αίτηση για να αποζημιωθούν με βάση τον δεύτερο νόμο. (Σε έγγραφα του ΚΙΣ ο συνολικός αριθμός των αιτούντων υπολογίζεται στους 1.300).
Στο αρχείο του ΚΙΣ η συγγραφέας ανακάλυψε ότι οι γερμανικές αρχές, ιδιαίτερα τα υπουργεία Εξωτερικών και Οικονομικών, επικαλούνταν το γεγονός ότι οι Έλληνες Εβραίοι, ιδιαίτερα της Θεσσαλονίκης, δεν διέθεταν στοιχεία –όπως για παράδειγμα οι Ολλανδοί– για τη μεταφορά των περιουσιακών τους στοιχείων, που είχαν κατασχέσει οι Γερμανοί, με τους ελληνικούς σιδηροδρόμους προς τη Γερμανία. Οι ολλανδικές αρχές βοήθησαν –σε αντίθεση με τις ελληνικές– τις εβραϊκές κοινότητές τους να τεκμηριώσουν όσο το δυνατόν περισσότερες αιτήσεις με αποτέλεσμα να αποζημιωθούν τελικά 23.000 Εβραίοι της Ολλανδίας (οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ολλανδίας και Γερμανίας διάρκεσαν 15 μήνες).
Στην Ελλάδα τέτοια στοιχεία δεν υπήρχαν και οι γερμανικές αρχές επικαλέσθηκαν τη δεκαετία του 60 στοιχεία του υπαλλήλου του Ράιχ και συνυπεύθυνου για την «τελική λύση» κατά των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, Μαξ Μέρτεν, που μιλούσε μόνο για 250 εβραϊκά καταστήματα που δόθηκαν σε Έλληνες μισεγγυούχους.
Σε έγγραφο της εποχής, οι υπάλληλοι των ελληνικών σιδηροδρόμων υπολογίζουν ότι 4.000 βαγόνια έφυγαν από την Θεσσαλονίκη με περιουσιακά στοιχεία των Εβραίων, αλλά φυσικά αυτά τα στοιχεία, όπως και η ομολογία του Μέρτεν ότι εβραϊκά ελληνικά περιουσιακά στοιχεία βρέθηκαν σε αλατωρυχεία στη Γερμανία, δεν έπαιξαν τον παραμικρό ρόλο για την γερμανική γραφειοκρατία, που σχετικά άνετα μπορούσε, επικαλούμενη την ανικανότητα των ελληνικών αρχών να τεκμηριώσουν ανάλογα αιτήματα, να τα απορρίπτει. Ρωτήσαμε την κ. Δρουμπούκη πόσοι από τους αιτούντες δικαιώθηκαν. «Νομίζω κανείς», μας είπε αφοπλιστικά.
Στις 18 Μαρτίου του 1960 η κυβέρνηση Καραμανλή υπέγραψε με την κυβέρνηση του Κόνραντ Αντενάουερ συμφωνία για να καταβάλει η Γερμανία ένα ποσό 115 εκατομμυρίων μάρκων για αποζημιώσεις για τα θύματα «εθνικοσοσιαλιστικών διώξεων», δηλαδή για Έλληνες διωχθέντες «δια λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς η αντιθέσεως προς την εθνικοσοσιαλιστικήν κοσμοθεωρίαν». «Η Βόννη» γράφει η Δρουμπούκη, «πρότεινε ρητώς να συμπεριληφθούν στο ποσό αυτό και οι Έλληνες Εβραίοι…». Η Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης επισήμαινε: «Όλοι οι επιζήσαντες Εβραίοι πρέπει να αποτελέσουν μια γενικήν κατηγορίαν ατόμων δικαιουμένων αποζημιώσεως».
Στη σύμβαση μάλιστα υπάρχει ένα υποκεφάλαιο με τίτλο «εγκλήματα κατά των Εβραίων εν γένει και των Ελληνοεβραίων ειδικώς».
Δέκα μήνες αργότερα, τον Γενάρη του 1961, ο δημοσιογράφος Μπαρούχ Σιμπή, διευθυντής της ισραηλιτικής κοινότητας Θεσσαλονίκης, έστειλε επιστολή στον τοπικό βουλευτή της ΕΡΕ Αλέξανδρο Θεοδοσιάδη, την οποία η Δρουμπούκη βρήκε στο αταξινόμητο αρχείο του ΚΙΣ. Ο Σιμπή αναφέρεται στο εθνικό νομοθέτημα με το οποίο μετατρέπεται σε εσωτερικό δίκαιο η σύμβαση ανάμεσα στην Αθήνα και τη Βόννη για τις αποζημιώσεις.
Γράφει λοιπόν:
Το νομοσχέδιο καθορίζει τρεις κατηγορίες θυμάτων:
- Τους εκτελεσθέντας υπό των γερμανικών αρχών κατοχής. Αποκλείει συνεπώς όλους (εκτός μερικών πεντάδων) τους Εβραίους που εξοντώθηκαν στην Πολωνία, εκτός αν δοθεί επίσημος ερμηνεία ότι, εφόσον απήχθησαν από την Ελλάδα, οι εις την Πολωνία εξοντωθέντες Ελληνοεβραίοι θεωρούνται εκτελεσθέντες υπό των Αρχών Κατοχής.
- Τους φυλακισθέντες εν Ελλάδι και παραμείναντες πλέον των εξ μηνών εις την φυλακήν.
- Οι εκτοπισθέντες εκτός της χώρας και παραμείναντες πέραν του εξαμήνου εις στρατόπεδα συγκεντρώσεως θα λάβουν δραχ 500 δι έκαστον μήνα εγκλεισμού. Περιττό να τονισθή ότι το ποσόν τούτο είναι πραγματικά γελοίον.
- Δεν συμπεριλαμβάνονται μεταξύ των δικαιούχων οι αποβαλόντες λόγω μεταναστεύσεως την ιθαγένειάν των Ισραηλίται Έλληνες υπήκοοι κατά την περίοδον του διωγμού…
- Το νομοσχέδιον προβλέπει την αποζημίωσιν οιουδήποτε εκτελεσθέντος εν Ελλάδι, ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας, κοσμοθεωρίας, ενώ κατά την ελληνογερμανικήν σύμβασιν αποζημιώνονται μόνο οι θιγέντες διά λόγους φυλής (Εβραίοι), θρησκείας (Εβραίοι), κοσμοθεωρίας. Αυτά τα ολίγα επαρκούν, νομίζω, δια να αποδειχθή ότι τα θύματα υπέρ των οποίων η Γερμανία καταβάλλει 800 εκατομμύρια δραχμές θα λάβουν ολιγώτερον, ασφαλώς, του ενός επί τοις εκατό του ποσού, ενώ οι μη προβλεφθέντες εις την συμφωνίαν, ούτε και οι αναφερθέντες κατά τας διαπραγματεύσεις, θα λάβουν 99% και πλέον…».
Με μία κουβέντα, ο εσωτερικός νόμος ερμήνευσε κατά τέτοιο τρόπο τη διμερή σύμβαση ώστε να μπορεί η τότε κυβέρνηση να κάνει κυριολεκτικά κηδεία με …ξένα κόλλυβα. Βασικό επιχείρημα πχ του τότε υπουργού Εξωτερικών Ευάγγελου Αβέρωφ, ενός αντιστασιακού, ήταν ότι πολλοί Ισραηλίτες είχαν εγκαταλείψει την Ελλάδα και άρα γιατί να πάρουν αποζημίωση. Υπήρξε και συνέχεια στη Βουλή, όπου κατά τη συζήτηση του θέματος η Ένωση Κέντρου σε αντίθεση με την κυβερνητική ΕΡΕ και την ΕΔΑ προσπάθησε να θέσει τα εβραϊκά αιτήματα στο επίκεντρο της συζήτησης. Ο βουλευτής του κέντρου Ιωάννης Τούμπας υπολόγισε με βάση τα πρακτικά της Βουλής, τα οποία επικαλείται η Άννα-Μαρία Δρουμπούκη, τους Εβραίους δικαιούχους στο 1/3 των συνολικών θυμάτων της κατοχής. «Εν τούτοις», είπε ο Τούμπας, «δια του νομοσχεδίου το ποσό δια τους Εβραίους δικαιούχους μόλις φτάνει το 6,5%…». Ο Τούμπας πάντως φαίνεται ότι δεν μπόρεσε να πείσει ούτε τον συνάδελφό του Ιωάννη Ζίγδη του κέντρου, που δέχθηκε το επιχείρημα των βουλευτών της ΕΡΕ και του υπουργού Εξωτερικών Αβέρωφ, ότι αφού οι Εβραίοι είχαν εγκαταλείψει την Ελλάδα, δεν θα έπρεπε να πάρουν δραχμή.
Φυσικά το ΚΙΣ διαμαρτυρήθηκε, χαρακτηρίζοντας τις διατάξεις του νομοσχεδίου άδικες. Ο Αβέρωφ απέρριψε τις αιτιάσεις και των βουλευτών του κόμματός του, που επιχείρησαν με διάφορες τροπολογίες να αυξήσουν τους δικαιούχους. Ο Αβέρωφ όμως τα απέρριψε όλα, λέγοντας μάλιστα ότι «οι μεν Ισραηλίται ήσαν οι ολίγαι αυταί χιλιάδες, οι οποίοι εδιώχθησαν, ενώ οι Έλληνες ήσαν τα 8 εκατομμύρια, οι οποίοι αντελαμβάνοντο ότι εκινδύνευον και εκρύπτοντο…». Ο βουλευτής Κερκύρας Δεσύλλας (Ένωση Κέντρου) υπολόγισε ότι στους Εβραίους αντιστοιχούσαν μόλις 54 εκατομμύρια δραχμές, έτσι όπως ήταν διατυπωμένες οι διατάξεις του νομοσχεδίου, αλλά οι βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας είπαν ότι αν τα χρήματα δίνονταν σε περισσότερους δικαιούχους οι πενιχρές αποζημιώσεις θα κονιορτοποιούνταν.
Η Δρουμπούκη περιγράφει στις σελίδες της έρευνάς της έναν γραφειοκρατικό μαραθώνιο για όσους μπόρεσαν να αποδείξουν ότι ήσαν δικαιούχοι και δεν ζούσαν στην Ελλάδα, καθώς οι ελληνικές αρχές έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τους εμποδίσουν να πάρουν αποζημίωση. Ενώ αντίθετα, σε επιστολή της Κοινότητας Θεσσαλονίκης προς το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο το 1963 επισημαίνεται ότι στον νόμο περιελήφθησαν και δικαιούχοι που «ουδεμία σχέση είχαν με τον νόμο».
Ο Χάγκεν Φλάισερ μιλώντας στην παρουσίαση της έρευνας είπε χαρακτηριστικά ότι μέχρι και δημόσια έργα έγιναν με τα χρήματα της ελληνογερμανικής σύμβασης του 1960, που σύντομα εξανεμίσθηκαν χωρίς να πάρουν όλοι οι αιτούντες ό,τι τους αναλογούσε. Ούτε αυτό δεν μπόρεσε να το κάνει σωστά το ελληνικό κράτος. Η Δρουμπούκη λέει ότι σήμερα τα ονόματα όσων πληρώθηκαν και τα ποσά είναι κλεισμένα, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα δημόσιας πρόσβασης, στο γενικό Λογιστήριο του Κράτους (ΓΛΚ). Την περασμένη εβδομάδα η γερμανική κυβέρνηση απέρριψε για μια ακόμα φορά το αίτημα της Ελλάδας για πολεμικές επανορθώσεις, λέγοντας ότι δεν έχει νομική βάση. Ογδόντα χρόνια μετά τον πόλεμο που άρχισε τον Σεπτέμβριο του 1939, ελάχιστοι έχουν απομείνει φυσικά για να τις διεκδικήσουν.
Σχόλια