Μια μέρα με τους πρόσφυγες στο camp
Το ραντεβού με την οικογένεια της Φέλεκ και του Αρντάν είναι ορισμένο για τις έξι το απόγευμα. Σηκώνω το χέρι και σταματώ το πρώτο ταξί που βρίσκω μπροστά μου. «Καλοχώρι», λέω στον ταξιτζή. «Ό,τι με πεις». Καθώς αφήνουμε την οδό Μοναστηρίου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, με ρωτάει: «Πού ακριβώς στο Καλοχώρι;». «Στο προσφυγικό camp», απαντώ. «Δεν έχω ιδέα πού είναι αυτό», αποκρίνεται με κάποια ενόχληση.
Βγάζω το κινητό από την τσέπη και πληκτρολογώ στο google maps μία σειρά από αριθμούς που θα μου δώσουν τις συντεταγμένες του σημείου. Ο δρόμος του κέντρου φιλοξενίας δεν έχει οδό. Όπως μου είχε γράψει ο Αρντάν στο Messenger, «βρίσκεται στη μέση του πουθενά».
Η Φέλεκ, 35 ετών, και ο Αρντάν, 38, είναι Κούρδοι από την πόλη Χομς της Συρίας. Έχουν τέσσερα παιδιά, τη Φατίμα, 11 ετών, την Μπελάρ, εννέα, τον Αζάρ, επτά, και τον Ρουιμπάρ, τέσσερα. Τους συνάντησα για πρώτη φορά στην Ειδομένη, την άνοιξη του 2016. Έφτασαν εκεί τον Ιανουάριο. Μαζί με άλλους πρόσφυγες προσπάθησαν να περάσουν τα σύνορα, όμως οι αρχές της ΠΓΔΜ είτε τους απωθούσαν, είτε τους γύριζαν πίσω. Τελικά εγκαταστάθηκαν σε μία μικρή σκηνή στον καταυλισμό, ελπίζοντας να ανοίξουν τα σύνορα. Λίγους μήνες αργότερα η Ειδομένη