
Στη Θεσσαλονίκη το πρωί τρώνε μπουγάτσα. Το ίδιο έκανα κι εγώ κάθε μέρα, όταν επισκεπτόμουν τη γιαγιά μου στη Νεάπολη τη δεκαετία του '90. Κάτω από το σπίτι υπήρχε το κατάστημα του κυρίου Αντώνη, που άνοιγε στις πέντε το πρωί και έκλεινε αργά το μεσημέρι, όταν πια είχαν τελειώσει οι μπουγάτσες και οι πελάτες. Η ερώτηση ήταν πάντα η ίδια: «Με κρέμα ή με τυρί;».
Όσο μου άρεσε η μπουγάτσα του, τόσο δεν μου άρεσε η συνήθειά του κυρ-Αντώνη να μου τη δίνει μέσα σε πλαστική σακούλα (πάνω από τη χάρτινη), ενώ ήξερε ότι έμενα ακριβώς από πάνω. Μια μέρα αποφάσισα να το πω. «Δεν τη θέλω τη σακούλα, ευχαριστώ». Με κοίταξε απορημένος: «Γιατί;». «Για οικονομία», του απάντησα, και εννοούσα οικονομία στο πλαστικό. Τι το ήθελα, ο κυρ-Αντώνης μου έριξε μια εξαγριωμένη ματιά και μου έβαλε διπλή πλαστική σακούλα. «Εγώ δεν κάνω οικονομίες», είπε προσβεβλημένος.
Οι Έλληνες καταναλώνουμε πλαστικές σακούλες χωρίς να το πολυσκεφτόμαστε. Η Σταυρούλα Κορδέλα, ερευνήτρια από το Πανεπιστήμιο Πατρών, έχει μοιράσει πολλές φορές ερωτηματολόγια έξω από σούπερ μάρκετ με στόχο την ευαισθητοποίηση του κοινού και την ενημέρωσή του για πρωτοβουλίες όπως η Life Debag, μια εκστρατεία για τη μείωση της σακούλας στο θαλάσσιο περιβάλλον. «Όταν λέμε στον κόσμο ότι οι σακούλες κάνουν κακό στο περιβάλλον, κανείς δεν σοκάρεται. Το γνωρίζουν ήδη, το βλέπουν ότι τα πλαστικά είναι παντού. Αυτό που τους δυσκολεύει είναι η συνήθεια. Πιστεύουν ότι δεν θα θυμούνται να παίρνουν μαζί τους κάθε φορά που βγαίνουν για ψώνια την υφασμάτινη σακούλα. Και αναρωτιούνται πού θα πετάνε τα οικιακά απορρίμματα, αν όχι σε σακούλες του σούπερ μάρκετ».