
Νταντάδες
Πρώτα ήρθε η Ταμούνα. Πολύ γρήγορα αποφασίσαμε να τη λέμε Τάμι. Η ανάγκη να βρεθεί μία νταντά πριν φέρω στον κόσμο τον μονάκριβό μου ήταν τόσο επιτακτική που όταν έπειτα από πάμπολλες συνεντεύξεις με γυναίκες διαφόρων εθνικοτήτων μπήκε στο αυτοκίνητο μου η σαραντάρα Γεωργιανή με τα πράσινα μάτια και το γενναιόδωρο χαμόγελο, ήμουν βαθειά ευγνώμων.
Είχα αρχίσει να βαραίνω. Οι καούρες με είχαν τρελάνει. Καταβρόχθιζα τόνους μερέντα. Οι ορμόνες μου είχαν εκτοξευτεί στα ύψη. Ο μικρός κλωτσούσε σαν τρελός. Και το άγχος μου για τη μητρότητα είχε αρχίσει να επισκιάζει τα πάντα. Πώς θα δουλέψω και θα έχω μωρό παράλληλα; Πώς θα πραγματοποιήσω τα χίλια πράγματα που πρέπει να κάνω πριν φύγω από τούτον τον κόσμο; Πώς το ένα, πώς το άλλο…H μητέρα μου βρισκόταν χιλιόμετρα μακριά. Η πεθερά μου, μεγάλη σε ηλικία, δεν θα μπορούσε να φέρει βόλτα ένα παιδί. Κι έτσι πήρα την απόφαση να προσλάβω εσωτερική βοηθό.
Ήταν, βέβαια, και οι συμβουλές των φίλων μου τέτοιες που δεν αφήναν περιθώριο για κάτι διαφορετικό. «Τι θα κάνεις με μια κοπέλα για μερικές ώρες μόνο; Πώς θα βγαίνετε το βράδυ; Πώς θα ξεκουράζεσαι;». Kι άλλα πολλά. Έτσι έπεσα στην παγίδα της νταντάς και της μεγάλης περιπέτειας που συνοδεύει μια