
«Μέχρι το Multaka νόμιζα ότι Ελλάδα είναι μόνο η Ομόνοια και το καμπ»
«Τη σημασία του Multaka την κατάλαβα πραγματικά όταν ένα από τα ασυνόδευτα παιδιά, 23 χρονών σήμερα, μου είπε: “Είχα διαβάσει πολλά για την ιστορία της Ελλάδας, αλλά από τότε που ήρθα, Ελλάδα ήταν για μένα μόνο η Ομόνοια και τα καμπ· πρώτα αυτό στον Έβρο και μετά στη Μαλακάσα. Αυτό και τέλος”. Ήταν συγκλονιστικό». Ο Χάντι από το Αφγανιστάν, από το 2018 στη χώρα μας, σε έναν πρωτόγνωρο ρόλο «υποδεχόταν» επί μήνες πρόσφυγες και μετανάστες, σε σημαντικά πολιτιστικά τοπόσημα της Αθήνας. «Όχι ως ξεναγός», ξεκαθαρίζει από την αρχή της κουβέντας. Ως διαπολιτισμικός περιηγητής του προγράμματος Multaka, που ολοκληρώθηκε τον περασμένο Ιούνιο.
Τι είναι το Multaka
Το πρόγραμμα «Multaka: Διαπολιτισμικές Περιηγήσεις στην Αθήνα» σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε με τη στενή συνεργασία τριών φορέων, του υπουργείου Μετανάστευσης & Ασύλου, του υπουργείου Πολιτισμού & Αθλητισμού και του Δήμου Αθηναίων μέσω της Εταιρείας Ανάπτυξης και Τουριστικής Προβολής Αθηνών (ΕΑΤΑ ΑΕ ΟΤΑ) και χρηματοδοτήθηκε από το Εθνικό Πρόγραμμα 2014-2020 του Ταμείου Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης (75% κοινοτικοί πόροι, 25% εθνικοί). Μέσω αυτού, παλιοί και νέοι κάτοικοι της πόλης, καθώς και επισκέπτες, συμμετείχαν για περίπου 10 μήνες σε βιωματικές περιηγήσεις, που υλοποίησαν πρόσφυγες και μετανάστες, αλλά και Έλληνες με μεταναστευτικό ή προσφυγικό υπόβαθρο, σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους της Αθήνας, κατόπιν σχετικής ειδικής επιμόρφωσης από το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού (ΥΠΠΟ).

Συνολικά, από τον Αύγουστο του 2022 έως και τον Ιούνιο του 2023 έγιναν 115 περιηγήσεις με 936 συμμετοχές (319 πρόσφυγες και μετανάστες και 617 Έλληνες πολίτες και συνοδοί). Από αυτούς περίπου 150 ήταν ασυνόδευτοι ανήλικοι πρόσφυγες.
Οι χώροι έγιναν σημεία συνάντησης («multaka» στα αραβικά σημαίνει σημείο συνάντησης), όπου μετανάστες και πρόσφυγες ήρθαν σε επαφή με την ιστορία και τον πολιτισμό της Ελλάδας, ενώ παράλληλα οι ίδιοι μοιράστηκαν όψεις της δικής τους κουλτούρας, δίνοντας έναυσμα για τον εντοπισμό κοινών αναφορών και αξιών και για την ανάπτυξη ενός γόνιμου διαπολιτισμικού διαλόγου.
Οι περιηγήσεις ήταν δωρεάν για το κοινό σε πέντε χώρους: Επιγραφικό Μουσείο, Μουσείο Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού (Λουτρό των Αέρηδων και Έκθεση Άνθρωποι και Εργαλεία), Αρχαιολογικός
Χώρος και Μουσείο Κεραμεικού και Αρχαία Αγορά Αθηνών, και σε πέντε γλώσσες (ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά, αραβικά, φαρσί).
Στη σελίδα του υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου έχουν δημοσιευθεί τα τελικά απολογιστικά βίντεο του προγράμματος.
Για πολλούς αραβόφωνους, «αν τους πεις να έρθουν σε μουσείο ή αρχαιολογικό χώρο, θα το θεωρήσουν βαρετό», μας λέει ένας ακόμα διαπολιτισμικός περιηγητής, ο Χισάμ από την Αίγυπτο. «Οι περισσότεροι διστάζουν όταν ακούν περιήγηση. Δεν ξέρουν ότι είναι κάτι τελείως διαφορετικό από την ξενάγηση. Εμείς δεν μαθαίνουμε σε κανέναν ιστορία. Συνδυάζουμε την ιστορία της Ελλάδας με τα δικά μας βιώματα, τις αναμνήσεις, τις θύμησες από την πατρίδα μας. Multaka είναι τελικά η συζήτηση που θα προκαλέσει ο τόπος και η συνάντηση διαφορετικών ανθρώπων σε αυτόν».
Ο Χισάμ είχε τον τρόπο του να μετατρέπει κάθε περιήγηση σε συναρπαστικό ταξίδι, όπως ο ίδιος το ονόμασε – τόσο που με «ανάγκασε» να πάω ξανά και ξανά, αφήνοντας στην άκρη τη στεγνή επαγγελματική υποχρέωση. Και ο ίδιος, άλλωστε, δεν το βλέπει απλά σαν μια δουλειά για κάποια έξτρα λεφτά: «Η σύμβασή μας προέβλεπε διάρκεια μιας ώρας για κάθε περιήγηση αλλά ποτέ δεν σταμάτησα σε λιγότερο από δύο. Μια από τις πιο γόνιμες περιηγήσεις ήταν στο Λουτρό των Αέρηδων, όταν 18 άνθρωποι από πολλές διαφορετικές χώρες (Αίγυπτο, Αφγανιστάν, Ιράν, Μπαγκλαντές, Τουρκία, Συρία, Νότιο Αφρική) μιλούσαμε –όλοι!- στα ελληνικά. Περίμεναν, τότε, να περάσουν τις εξετάσεις για να πάρουν την ελληνική υπηκοότητα. Κάναμε μια φοβερή συζήτηση για την πολιτογράφηση».

Στον Βωμό των 12 Θεών στην Αρχαία Αγορά, το «σημείο μηδέν» της αρχαίας Αθήνας (διότι με βάση αυτό υπολογίζονταν οι αποστάσεις), ο Χισάμ δίνει πάντα την πιο γλαφυρή περιγραφή: «Λέω χαρακτηριστικά ότι πρόκειται για την υπηρεσία Ασύλου της αρχαιότητας. Μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση η ύπαρξή του στην αρχαία Ελλάδα. Όταν σπούδαζα νομική στην Αίγυπτο ήξερα το άσυλο του σπιτιού, του τζαμιού ή της εκκλησίας. Αλλά δεν ήξερα ότι στην αρχαία Αθήνα είχαν φροντίσει να υπάρχει άσυλο (σ.σ.: στον Βωμό των 12 Θεών κατέφευγαν ζητώντας προστασία οι ικέτες και κάθε είδους διωκόμενοι)».
Το άσυλο και οι διαχρονικοί εχθροί του είναι θέμα που προκύπτει συχνά στις περιηγήσεις, αφού οι μετανάστες και οι πρόσφυγες έχουν οι περισσότεροι κάτι να θυμηθούν – όπως ο Χισάμ: «Το 1994 δεν ήξερα καν ότι υπάρχει κάτι που λέγεται Χρυσή Αυγή. Είχα ανθοπωλείο σε ένα στενό στα Κάτω Πατήσια. Ένα μηχανάκι με δύο μαυροφορεμένους πέρασε μια μέρα και όταν με πλησίασαν ένας σήκωσε το πόδι για να με χτυπήσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Νόμιζα ότι ήταν κάποιος πελάτης που ήθελε να μου κάνει πλάκα και γύρισα προς το μέρος τους για να τους χαιρετήσω. Και είδα δύο άντρες άγνωστους. Με χτύπησαν χωρίς να ξέρω το γιατί…». Ο Χισάμ κομπιάζει. Δεν επιθυμεί να ανακαλέσει το περιστατικό.
Πολλές περιηγήσεις μπορεί να ανασύρουν και άλλα ανεπούλωτα τραύματα. «Στο Λουτρό των Αέρηδων –το μόνο από τα δημόσια λουτρά της Αθήνας που σώζεται μέχρι σήμερα– περιγράφω συχνά πόσες μέρες είχαμε αντέξει, ως πρόσφυγες, χωρίς να κάνουμε μπάνιο, μέχρι να φτάσουμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα!», επιχειρεί να αποσυμπιέσει την κουβέντα.
Ρατσισμός στη Βουλή με αφορμή τις περιηγήσεις
Ο ρατσισμός «συνάντησε» ξανά τον Χισάμ, σχεδόν 30 χρόνια μετά, αυτή τη φορά υπό τον μανδύα της αρθρογραφίας: «Το ελληνικό κράτος πρόσφατα προσέλαβε επίσημα και με κρατική βούλα… μετανάστες… ως ξεναγούς, σαν να μην υπάρχουν άνεργοι Έλληνες για τις θέσεις αυτές. Ένας λοιπόν εξ’ αυτών, ο κατά τ’ άλλα συμπαθέστατος Χισάμ από το Αφγανιστάν (σ.σ.: ασήμαντη λεπτομέρεια η χώρα καταγωγής του, δηλαδή η Αίγυπτος), που συμμετέχει στο πρόγραμμα Multaka ως… περιηγητής (τους ονομάζουν “περιηγητές” για να ξεφύγουν από την υποχρεωτικότητα του κρατικού πτυχίου ξεναγών!!!), είπε σχετικά με τη δουλειά που κάνει, ξεναγώντας… Έλληνες χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις και χωρίς καν να διαθέτει κρατικό πτυχίο ξεναγού… που για τους Έλληνες θεωρείται ως πρώτο προαπαιτούμενο», έγραψε (3/11/22) ο Θοδωρής Γιάνναρος στο capital.gr.
Το άρθρο έδωσε «πάσα» στην ακροδεξιά «Ελληνική Λύση», η οποία μέσω ερώτησης του Κ. Χήτα (28/11/22), επέκρινε το πρόγραμμα και αναφέρθηκε απαξιωτικά στους διαπολιτισμικούς περιηγητές, καθώς «είναι παντελώς άσχετοι επί του αντικειμένου, άνευ προσόντων και πτυχίων, το οποίο αποτελεί και πρόκληση έναντι των χιλιάδων Ελλήνων ανέργων συγκαταλεγόμενων και ξεναγών».

Η Μελίνα Δασκαλάκη, Εντεταλμένη Δημοτική Σύμβουλος Υποστήριξης και Κοινωνικής Ένταξης Μεταναστών και Προσφύγων και πρόεδρος του Κέντρου Υποδοχής και Αλληλεγγύης του Δήμου Αθηναίων (Κ.Υ.Α.Δ.Α.), εκ των βασικών συντελεστών του προγράμματος, επισημαίνει μέσω του inside story ότι ο βουλευτής της «Ελληνικής Λύσης» δεν κατανόησε το πρόγραμμα και τους στόχους του. «Το Multaka δεν εκπαιδεύει ξεναγούς, ούτε ιστορικούς ή ιστορικούς της Τέχνης. Μπορεί ένας περιηγητής να είναι δικηγόρος και μία περιηγήτρια να είναι αρχιτέκτονας (αληθινά παραδείγματα), αλλά η ουσία του προγράμματος είναι άνθρωποι με μεταναστευτική ή προσφυγική καταγωγή να νιώσουν δικά τους τα μνημεία μας, δική τους την κουλτούρα μας, να μάθουν την ιστορία μας, να την κατανοήσουν και να τη σεβαστούν. Και, παράλληλα, μέσα από την δική τους εξοικείωση, να προσκαλέσουν κι άλλους να κάνουν το ίδιο. Κι ακόμα να ανταλλάξουν εμπειρίες και ιστορίες από τη χώρα προέλευσής τους, να μιλήσουμε με αφορμή τα μνημεία για την ζωή στον δικό τους τόπο», αποσαφηνίζει.
Αντί για απάντηση, καλεί τον βουλευτή της Ελληνικής Λύσης «σε μία περιήγηση στην Αρχαία Αγορά για να ζήσει και ο ίδιος αυτήν την πολύ ζωηρή και χρήσιμη εμπειρία διαπολιτισμικής ανταλλαγής».
Η συνύπαρξη θέλει δύο
Στο προστατευμένο πάντως από τον ρατσισμό περιβάλλον του προγράμματος Multaka, μοναδικό άγχος των περιηγητών ήταν πώς θα καταφέρουν να μιλήσουν στο ελληνικό κοινό για μέρη με τόσο βαρύ ιστορικό φορτίο. Πώς κάποιοι «ξένοι» θα πουν στους ντόπιους την ιστορία τους. Άγχος που γρήγορα εξαφανίστηκε: «η ιστορία είναι απλά το κέλυφος για να συναντηθεί η μια κουλτούρα με την άλλη, για να συνομιλήσουν τα διαφορετικά βιώματα», επαναλαμβάνουν οι συνομιλητές μας.
Ιδιαίτερα φορτισμένο «σημείο» για τον Χάντι είναι στο μουσείο «Άνθρωποι και Εργαλεία», επί της οδού Πανός: «Κάθε άλλο παρά μουσειακό είδος είναι για εμένα, καθώς θυμάμαι πολλά από τα εργαλεία να τα χρησιμοποιούμε στο χωριό μου, στο Αφγανιστάν, όταν εγώ ήμουν 6-7 χρονών. Κάθε φορά που μπαίνω στον χώρο, θυμάμαι τις γυναίκες που μάζευαν τα σιτάρια στα χωριά – όπως ακριβώς στην αντίστοιχη αφίσα από την ελληνική επαρχία η οποία δεσπόζει στο μουσείο. Συγκεντρώνονταν στο ένα σπίτι σήμερα και στο επόμενο αύριο. Από το πρωί μέχρι το βράδυ μάζευαν μέσα στον ήλιο, τραγουδούσαν ή τσακώνονταν και εμείς παίζαμε στο χώμα».
![Φωτογραφία από τη μόνιμη έκθεση «Άνθρωποι και Εργαλεία. Όψεις της εργασίας στην προβιομηχανική κοινωνία» στο Κτίριο της Οδού Πανός 22. [Μουσείο Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού]](/sites/default/files/styles/image_ckeditor_small/public/2023-09/%CE%A3%CF%84%CE%B9%CE%B3%CE%BC%CE%B9%CE%BF%CC%81%CF%84%CF%85%CF%80%CE%BF%202023-09-20%2C%204.15.05%20%CE%BC%CE%BC.png?itok=DTB0fcOA)
Η Φαρίμπα (ήρθε στην Ελλάδα 5 χρονών), είχε σβήσει από τη μνήμη της το μέρος στο Ιράν με τις φυσικές πηγές, με πελώρια βράχια κάτω από τα οποία κόχλαζε το νερό και ανάβλυζε θειάφι. «Μαζευόμασταν και πηγαίναμε όλη η οικογένεια στο χαμάμ, η μάνα μου είχε επτά αδέρφια. Όταν της είπα για το Λουτρό των Aέρηδων συγκινήθηκε». Έχει δουλέψει χρόνια ως διερμηνέας, «σε μια “στεγνή” διαδικασία που δεν έχει σχέση με την περιήγηση». Η τελευταία «είναι ζωντανή, ένα παιχνίδι μεταξύ συναισθημάτων».
Το ομορφότερο συναίσθημα ήταν όταν φαρσόφωνα προσφυγόπουλα από το πρόγραμμα HELIOS συνάντησαν αναπάντεχα, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το Αφγανιστάν ή το Ιράν, έναν άνθρωπο να τους κάνει περιήγηση στη γλώσσα τους. «Ήταν ανεκτίμητη η στιγμή, δεν θα με πείραζε η περιήγηση να διαρκέσει και πέντε ώρες. Ακόμα θυμάμαι ένα άλλο παιδί, από την οργάνωση Κοινωνικό ΕΚΑΒ, που μου είπε ότι μετά την περιήγηση αποφάσισε να μάθει ελληνικά και να γράψει στην Έκθεση όσα τους αφηγήθηκα» λέει η Φαρίμπα, επιβεβαιώνοντας ότι η ένταξη μεταναστών και προσφύγων μπορεί να προωθηθεί με καινοτόμα πειράματα πολιτισμού, όταν υπάρχει ανοιχτόκαρδο βλέμμα και από τις δύο πλευρές.
«Όταν πηγαίνουμε στα σχολεία για να βρούμε ασυνόδευτα, πολλές φορές μιλάμε και στα παιδιά από την Ελλάδα. Διότι η ένταξη απαιτεί προσπάθεια και από όσους μένουν εδώ, πρέπει τα παιδιά να ξέρουν πώς να συμπεριφέρονται, να αποδέχονται στο σχολείο και τη γειτονιά τη διαφορετικότητα, να μην κοροϊδεύουν όποιο παιδί δεν ξέρει να μιλάει τη γλώσσα τους», εξηγεί ο Χάντι, που συμμετέχει παράλληλα στο πρόγραμμα μεντόρων της Ειδικής Γραμματείας Ασυνόδευτων Ανηλίκων του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου.
Θα ήθελε να δει σε μια περιήγηση παιδιά από έναν ξενώνα ανήλικων προσφύγων παρέα με παιδιά από ένα ελληνικό σχολείο. «Να ξέρουν τι σημαίνει μετανάστευση. Να μην ρωτάνε “γιατί ήρθες παράνομα εδώ”. Ναι, με έχει ρωτήσει, όχι παιδί δημοτικού αλλά φοιτητής που σπουδάζει διεθνείς σχέσεις και επιλέγει μάλιστα σε κάθε εξάμηνο ένα μάθημα για τη μετανάστευση! Προσπάθησα να εξηγήσω. Υπάρχει μεγάλη έλλειψη ενημέρωσης στην Ελλάδα ως προς το προσφυγικό».
Ζητούμενο η συνέχεια
Ο αρχικός σχεδιασμός του έργου, που στόχευε κυρίως στη συμμετοχή προσφύγων (και άρα δεν προέβλεπε ευρεία καμπάνια, «σκέψου ότι τα φυλλάδια τα μοίρασαν στο τέλος!», αναφέρει κάποιος) το περιόρισε σε ένα «εσωτερικό» κοινό, τα δίκτυα του δήμου Αθηναίων και των δεκάδων οργανώσεων που ασχολούνται με το προσφυγικό στην Ελλάδα.
«Αν ήταν στο χέρι μου, τη δεύτερη φορά θα εστίαζα πολύ περισσότερο στην ενημέρωση στις δομές, όπως αυτή της Μαλακάσας, γιατί απ’ ότι κατάλαβα δεν ήξεραν για το πρόγραμμα και το έμαθαν, όσοι το έμαθαν, μέσω γνωστών τους», υπογραμμίζει άλλος περιηγητής. Ωστόσο, κύρια «ομάδα στόχος» του προγράμματος –το οποίο, σημειώνουν οι αρμόδιοι, υπερέβη τους στόχους που έθεσε ως προς τον αριθμό των συμμετεχόντων- ήταν οι πρόσφυγες και μετανάστες που διαμένουν εντός του αστικού ιστού. Μία ακόμα πρόταση που υπήρχε αλλά δεν κατέστη εφικτή ήταν η πιθανή επέκταση του προγράμματος στα σχολεία.

Η Μ. Δασκαλάκη από την πλευρά της υποστηρίζει ότι ««προβλήθηκε και πέραν της αρχικής ομάδας στόχου, τόσο από το Κέντρο Συντονισμού του Δήμου Αθηναίων για Θέματα Μεταναστών & Προσφύγων – ACCMR, όσο και από τους άλλους εμπλεκόμενους φορείς. Μάλιστα, «η πόλη της Αθήνας το ενέταξε στο Athens City Festival που έγινε τον Μάιο και το κοινό έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον». Τα σχόλια από τους συμμετέχοντες «ήταν πολύ συγκινητικά, οι περισσότεροι ρωτούσαν με ενδιαφέρον τους περιηγητές για τις χώρες τους αλλά και για την ζωή τους σε αυτές. Περιηγητές από χώρες που δεν γνώρισαν δημοκρατία και δεν είχαν ψηφίσει ποτέ στην ενήλικη ζωή τους έκαναν τους περιηγούμενους να σκεφτούν τα προνόμια της ελεύθερης ζωής και της Δημοκρατίας που έχει τόσο μακρά παράδοση στην χώρα μας».
Για να ριζώσει το Multaka ως ενταξιακό εργαλείο αλλά και να απλωθεί σε ευρύτερα κοινά, πόσο μάλλον σε σχολεία ή/και πανεπιστήμια, προαπαιτούμενο είναι να δοθεί συνέχεια. Κάτι εντελώς αβέβαιο μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές.

«Πιστεύω ότι, εφόσον το πρόγραμμα συνεχιστεί, θα γίνει ακόμα πιο συναρπαστικό. Συζητάμε με τα εμπλεκόμενα υπουργεία τη συνέχισή του, είναι κάτι που μας ενδιαφέρει πολύ. Ήδη μεγάλο μέρος των περιηγούμενων ήταν μαθητές τόσο Έλληνες όσο και ασυνόδευτοι ανήλικοι, και εφόσον το πρόγραμμα συνεχιστεί είναι ένας από τους στόχους του να επεκταθεί με συστηματικό τρόπο στα σχολεία», απάντησε σε σχετικό ερώτημα του inside story η Εντεταλμένη Δημοτική Σύμβουλος Υποστήριξης και Κοινωνικής Ένταξης Μεταναστών και Προσφύγων του Δήμου Αθηναίων.
Μένει να δούμε αν ένα, ομολογουμένως ριζοσπαστικό, πρόγραμμα, που «επέτρεψε» σε ανθρώπους μεταναστευτικής προέλευσης να επανακαθορίσουν την αρχαία ελληνική κληρονομιά και ιστορία μέσα από το δικό τους βίωμα και τις προσλαμβάνουσές τους, θα αφήσει μονιμότερο αποτύπωμα. Ή αν θα αποδειχθεί πυροτέχνημα μερικών μηνών – σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει αλλού: Το Multaka Oxford ξεκίνησε το 2017 και «τρέχει» ακόμα, το Το Multaka Berlin ξεκίνησε το 2015 και επίσης συνεχίζεται, το Multaka Bern ξεκίνησε το 2018 και ολοκληρώθηκε το 2020 αλλά ακόμα μπορούν να συμμετάσχουν σχολεία και ιδιώτες, ενώ στην Περιφέρεια της Τοσκάνης το έργο «τρέχει» υπό τη διαχείριση του «AMIR – Accoglienza Musei Inclusione Relazione», από το 2018 έως και σήμερα.
Για τη χώρα μας, κρατάμε την ειλικρινή προτροπή του Χισάμ: «Η Ελλάδα δεν κάνει πολλά καλά πράγματα για τους μετανάστες, αλλά το Multaka αποτέλεσε ένα φως στο σκοτάδι και πρέπει να το κρατήσουμε αναμμένο για το μέλλον».