
Στη διαδρομή από τον σταθμό της Νίκαιας μέχρι τον προορισμό μου, οι ασφυκτικά κολλημένες μεταξύ τους πολυκατοικίες, οι φθαρμένοι τοίχοι, τα πολύ στενά, σχεδόν αδιάβατα πεζοδρόμια, τα λίγα δέντρα που προσπαθούσαν να επιβιώσουν ανάμεσα στις πλάκες, με έκαναν να συνειδητοποιήσω πως όντως, η Παλιά Κοκκινιά είναι μια ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένη περιοχή.
Ήρθα εδώ για να μάθω για τη διαμάχη μεταξύ ορισμένων κατοίκων και μιας εκκλησίας.
Ο Κώστας* είναι λίγο παραπάνω από 40 ετών και ζει σχεδόν όλη του την ζωή στην Κοκκινιά, σε ένα σπίτι κοντά στον Ιερό Ναό Αγίων Αναργύρων Καραβά. Η σχέση της οικογένειάς του με την περιοχή είναι βαθιά, όπως μου εξηγεί, καθώς ο προπάππους του ήταν ανάμεσα στους πρόσφυγες που μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκαν εδώ και βοήθησαν τότε στην ανέγερση του Ιερού Ναού και στην τοποθέτηση δέντρων στην γύρω περιοχή, μαζί με άλλους γείτονες. Όπως είναι λογικό, η εικόνα της περιοχής όπως την περιέγραψαν στον Κώστα δεν μοιάζει καθόλου με τη σημερινή.
Από έρευνα του Εργαστηρίου Αστικού Περιβάλλοντος του ΕΜΠ, που διενεργήθηκε το 2011, προέκυψε ότι σε κάθε κάτοικο του Πειραιά αντιστοιχούν περίπου 1,56 τετραγωνικά μέτρα πρασίνου, τη στιγμή που η ευρωπαϊκή ελάχιστη αναλογία είναι 8 τετραγωνικά μέτρα ανά κάτοικο. Τη χειρότερη εικόνα έδωσαν η τέταρτη (Καμίνια, Παλαιά Κοκκινιά) και η πέμπτη (Μανιάτικα, Αγία Σοφία, Άγιος Διονύσιος, Άγιος Δημήτριος) Δημοτική Κοινότητα, με 1,27 τμ και 0,77 τμ ανά κάτοικο αντίστοιχα. Στην έρευνα τονίζεται ότι αυτές οι δύο κοινότητες υστερούν σημαντικά σε ελεύθερους χώρους και δεν έχουν το προνόμιο να βρίσκονται κοντά στην θάλασσα, σε αντίθεση με τις άλλες τρεις.
Τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει και πολύ από τότε, όπως μας αναφέρει η Πολίνα Πρέντου, αρχιτέκτων-πολεοδόμος και υποψήφια διδάκτωρ της σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ: «Ο Πειραιάς έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ελεύθερων και πράσινων χώρων ανά κάτοικο στο Λεκανοπέδιο. Εκεί –ακόμη πιο επιτακτικά– υπάρχει η ανάγκη προάσπισης της ελεύθερης δημόσιας πρόσβασης και χρήσης των ελεύθερων χώρων» μας λέει.
«Το πράσινο στον Πειραιά είναι γενικά πολύ λίγο», μου λέει και ο Κώστας. «Οι συνοικίες που είναι στο τέταρτο διαμέρισμα, όπως είμαστε εμείς η Κοκκινιά, έχουν πολύ λίγο πράσινο και δεν έχουν κοντά θάλασσα. Στη γειτονιά βέβαια θεωρούμαστε από τους προνομιούχους της περιοχής γιατί έχουμε κοντά έναν κήπο που βρίσκεται μπροστά στις προσφυγικές πολυκατοικίες. Είναι πολύ σημαντικός χώρος πρασίνου για μας, αλλά δεν έχουμε για παράδειγμα κάποιο μεγάλο πάρκο».
Επί της οδού 25ης Μαρτίου βρίσκεται ο Ιερός Ναός Αγίων Αναργύρων Καραβά, στο πίσω μέρος του οποίου υπάρχει ένας κοινόχρηστος χώρος, συνολικού εμβαδού περίπου 690 τμ.
Ο χώρος αυτός είναι περιφραγμένος με κιγκλίδωμα, το οποίο εφάπτεται στις δύο πλευρές του ναού, και διαθέτει πόρτες οι οποίες ξεκλειδώνουν μόνον από τους ανθρώπους της εκκλησίας.
Βλέποντας τον χώρο από ψηλά αλλά και περνώντας από έξω, μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι πρόκειται για την αυλή της εκκλησίας, όμως πρόκειται για έναν δημόσιο χώρο στον οποίον, όπως μας διαβεβαίωσαν οι πατέρες της εκκλησίας, ο καθένας μπορεί να ζητήσει να του ανοίξουν για να μπει. Χρειάζεται βέβαια να είναι ανοικτός ο ναός, ώστε να του δώσει κάποιος τα κλειδιά της πόρτας.
Ο Κώστας μας λέει πως όταν ήταν μικρός, τη δεκαετία του ’80, έπαιζε με τους φίλους του σε αυτόν τον χώρο, που είχε μια διαφορετική μορφή, με περισσότερα δέντρα: «Είχες πρόσβαση τα απογεύματα, άνοιγε δηλαδή, αλλά είχε τα κάγκελα, ήταν κλειστές οι πόρτες και τον έλεγχο τον είχε η εκκλησία. Τότε είχε ένα κυκλικό παρτέρι με φυτά και μετά βάλανε και μια παιδική χαρά. Δεν ήταν και τόσο προσιτός ο χώρος, πηγαίναν κάποια παιδιά, είχαν πρόσβαση αλλά από μια ώρα και μετά μας έδιωχναν. Εγώ σαν παλιός κάτοικος ταυτίζομαι με την γειτονιά και με αυτόν τον χώρο. Ένας νέος κάτοικος που θα έρθει στη γειτονιά ενδεχομένως δεν θα καταλάβει ότι αυτός ο χώρος είναι κοινόχρηστος, διότι είναι ένας χώρος που μοιάζει με αυλή της εκκλησίας και χρησιμοποιείται ως αυλή της εκκλησίας. Αν αυτή είναι η εντύπωση των κατοίκων σήμερα, φανταστείτε μετά από 10 ή 20 χρόνια πώς θα είναι».
Σήμερα το κυκλικό παρτέρι με τα δέντρα και τη χαμηλή βλάστηση που περιγράφει ο Κώστας και φαίνεται στις φωτογραφίες δεν υπάρχει. Στη θέση του βρίσκεται ένας κύκλος από τσιμέντο στο έδαφος, που έγινε μεταξύ του φθινοπώρου 2019 και άνοιξης 2020.
Η εκκλησία υποστηρίζει ότι στο σημείο υπήρχαν μόνο χαμηλά φυτά και πως εθελοντές της ενορίας έχουν φυτέψει κοντά στα κάγκελα ορισμένα δέντρα.
Η φυσιογνωμία του χώρου είχε ήδη αλλάξει αρκετά από το 2019, όταν αφαιρέθηκαν οι μπασκέτες που κάποτε υπήρχαν (οι ιερείς αναφέρουν ότι βγήκαν μετά το ατύχημα στην Χίο το 2019). Κάτοικοι αναφέρουν πως οι μπασκέτες ήταν σε πολύ κακή κατάσταση λόγω ανύπαρκτης συντήρησης, άλλωστε σύμφωνα με τους ίδιους ο χώρος εδώ και πολλά χρόνια ανοίγει στην πράξη μόνο τις Κυριακές, για να εξυπηρετήσει το ποίμνιο της εκκλησίας. Και η παιδική χαρά ξηλώθηκε, καθώς δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για να λάβει την απαιτούμενη πιστοποίηση.
Μια ηλικιωμένη κάτοικος μας είπε ακόμα ότι πριν από αρκετά χρόνια υπήρχαν τρεις μεγάλοι ευκάλυπτοι στον χώρο, από τους οποίους έχει μείνει μόνο ένας, καθώς σταδιακά κόπηκαν. Η ίδια μας λέει πως ιδανικά θα ήθελε τον χώρο ανοιχτό χωρίς κάγκελα, γεμάτο με δέντρα και ενωμένο με τον κήπο μπροστά από τα προσφυγικά. Είναι μια από τους κατοίκους που εμπλέκονται ενεργά στις διαμάχες που έχουν υπάρξει στο παρελθόν με την εκκλησία για τον χώρο αυτόν. Γιατί δεν είναι η πρώτη φορά που υπάρχουν προστριβές.
Το 2001 είχε γίνει προσπάθεια από την πλευρά της εκκλησίας να οικοδομηθεί ένα πνευματικό κέντρο στον χώρο πίσω από τον ναό. Πράγματι, το δημοτικό συμβούλιο ενέκρινε τον αποχαρακτηρισμό του χώρου και την παραχώρηση για την δημιουργία πνευματικού κέντρου, όμως η συντονισμένη προσπάθεια των γειτόνων και η προσφυγή προς το ΥΠΕΧΩΔΕ αναχαίτισαν τα σχέδια και οι κάτοικοι που είχαν παραπονεθεί ηρέμησαν.
Μέχρι πριν από μερικούς μήνες, όταν στον ίδιο χώρο που επρόκειτο να γίνει το πνευματικό κέντρο ανεγέρθηκε μια μεταλλική πέργκολα, η οποία έκανε τη συνομιλήτριά μας να αναλάβει και πάλι δράση. Είναι πιο μόνη, καθώς αρκετοί από τους παλαιότερους που δραστηριοποιήθηκαν την περασμένη φορά έχουν πια πεθάνει και στην περιοχή έχουν έρθει καινούριοι. Πλέον με το ζήτημα ασχολούνται μόνο 3-4 άνθρωποι, που όμως νιώθουν ότι το δίκιο τους πνίγει και θέλουν να διεκδικήσουν τον δημόσιο χώρο που θεωρούν ότι χάνεται μέσα από τα χέρια τους.
Αρμόδιος του δήμου Πειραιά –στον οποίο ανήκει ο χώρος– μας ενημέρωσε ότι σύμφωνα με τον νόμο 4067/12 (αρθρο 20) και την Υπουργική Απόφαση 52716/2001, σε κοινόχρηστο χώρο μπορεί να γίνει υπέργεια κατασκευή (όπως στέγαστρο) χωρίς να χρειάζεται πολεοδομική άδεια, εφόσον υπάρξει η σύμφωνη γνώμη του Δημοτικού Συμβουλίου και έγκριση από το Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής της Περιφερειακής Ενότητας Πειραιά (που έχει περισσότερο σχέση με τον καλλωπιστικό χαρακτήρα της κατασκευής, όπως τόνισε). Πράγματι το Δημοτικό Συμβούλιο ενέκρινε το σχέδιο της εν λόγω κατασκευής στις 10/06/2019 (είχε προηγηθεί η γνωμοδότηση από το Συμβούλιο της Δ’ Δημοτικής Κοινότητας και η απόφαση της Επιτροπής Ποιότητας Ζωής), αναφέροντας στην απόφασή του ότι θα έπρεπε να ληφθούν όλες οι απαραίτητες εγκρίσεις (εννοώντας το Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής). Η έγκριση του Συμβουλίου Αρχιτεκτόνων τελικά δεν δόθηκε, διότι όπως μας ενημέρωσε έγιναν δύο συνεδριάσεις, μία στις 2/07/2019 και μία στις 24/12/2019, που πήραν αναβολή καθώς έπρεπε να προσκομιστούν περαιτέρω έγγραφα που ήταν απαραίτητα. Οι εργασίες για την ανέγερση της πέργκολας ξεκίνησαν όμως σύμφωνα με τους γείτονες περίπου στα τέλη Απριλίου. Σύμφωνα με τους ιερείς, οι εργασίες ξεκίνησαν εσπευσμένα, καθώς η πανδημία του κορονοϊού καθιστούσε επείγουσα την ανέγερση της πέργκολας για να μπορούν οι πιστοί να είναι στον ανοιχτό χώρο διατηρώντας τις αποστάσεις χωρίς να βρίσκονται κάτω από τον ήλιο. Το Αρχιτεκτονικό Συμβούλιο συγκλήθηκε ακόμα μια φορά στις 25/05/2020, όμως δεν εξέτασε το ζήτημα, καθώς η πέργκολα είχε ήδη ανεγερθεί και είχε μάλιστα γίνει επώνυμη καταγγελία στον δήμο Πειραιά, επομένως πλέον οι ίδιοι δεν είχαν καμία αρμοδιότητα. Έπειτα από την εν λόγω καταγγελία διενεργήθηκε αυτοψία από την υπηρεσία δόμησης και γενικού σχεδιασμού πόλης του Δήμου Πειραιά στις 30/06/2020 και το έργο κρίθηκε παράνομο, καθώς δεν είχε την έγκριση του Συμβουλίου Αρχιτεκτόνων. Οι ιερείς έχουν ασκήσει ένσταση και έχουν προσφύγει στο Συμβούλιο Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων (ΣΥΠΟΘΑ), από το οποίο όλοι περιμένουν την τελική απόφαση που θα κρίνει τη συνέχεια: αν το στέγαστρο θα παραμείνει ή αν θα επιβληθεί πρόστιμο και κατεδάφιση. |
Από την πλευρά της η εκκλησία, όπως μας ενημέρωσε, έχει μαζέψει περι τις 1.000 υπογραφές από άτομα της ενορίας που επιθυμούν να παραμείνει το στέγαστρο.
Ο Κώστας έχει δημιουργήσει την ιστοσελίδα «Κλεμμένο Πάρκο», όπου ανεβάζει όλα τα νεότερα σχετικά με την υπόθεση του στεγάστρου και μέσω της οποίας επιχειρεί να κινητοποιήσει περισσότερο κόσμο. Μου λέει πως δεν θεωρεί τον εαυτό του κάποιον ήρωα- ακτιβιστή που παλεύει και πρωτοστατεί στην υπόθεση: «Η στιγμή της αφύπνισης ήρθε όταν είδα ότι έγιναν “εγκαίνια”/αγιασμός της πέργκολας. Αυτή ήταν η στιγμή που κατάλαβα ότι έπρεπε να κάνω και εγώ κάτι αλλιώς... είναι στιγμές που ξέρεις ότι αν παραμείνεις αδρανής γίνεσαι συναυτουργός σε μια κατάσταση. Δεν είμαι καθόλου ρομαντικός, απλώς προσπαθούμε να υπερασπιστούμε έναν κοινόχρηστο χώρο. Επιπλέον με εντυπωσίασε ότι κάποιοι άνθρωποι μένουν σταθεροί και υπερασπίζονται τον χώρο με τρομερά αξιοζήλευτο πάθος. Σου μιλάω δηλαδή για 70ρηδες, δεν μιλάμε ούτε για δικηγόρους, ούτε για ακτιβιστές».
Επιδίωξη του Κώστα και των υπολοίπων είναι να κατεδαφιστεί το στέγαστρο, να επανέλθουν τα δέντρα, να ενισχυθεί το πράσινο και να φυλαχθεί ο χώρος από τον Δήμο. «Το πράσινο είναι ένα μεγάλο πρόβλημα, όμως και οι ελεύθεροι χώροι είναι και αυτοί σπάνιοι. Το αν έχει δηλαδή ο κόσμος πρόσβαση σε έναν ανοιχτό αδόμητο χώρο. Έχει και αυτός ο χώρος μια αξία, για παράδειγμα μία πλατεία, ένα πεζοδρόμιο. Όλα αυτά είναι στοιχεία που βοηθούν την κοινή ζωή των ανθρώπων στη δημόσια ζωή, τη ζωή στη γειτονιά. Και στο λέω εγώ που θεωρώ τον εαυτό μου και λίγο αντικοινωνικό. Μια γειτονιά χωρίς πράσινο, χωρίς ελεύθερους χώρους αρχίζει και γίνεται ένα σύνολο παράλληλων ιδιωτικών βίων και τελικά αυτός ο δημόσιος βίος μπορεί να ξεδιπλωθεί για παράδειγμα μόνο στα μαγαζιά» μας λέει.
Η Πολίνα Πρέντου, που ασχολείται ακαδημαϊκά με το ζήτημα των κινημάτων πολιτών για δημόσιους χώρους, μας ενημερώνει ότι οι σχετικές κινητοποιήσεις στην Αθήνα εμφανίζονται με δυναμικές μορφές από τα μέσα της δεκαετίας του '90 και αφορούν κυρίως την υπεράσπιση υφιστάμενων χώρων, και σε μικρότερο βαθμό τη δημιουργία νέων. Μας εξηγεί αναλυτικά: «Αυτό που χαρακτηρίζει τις κινητοποιήσεις για τους ελεύθερους χώρους και χώρους πρασίνου τις δεκαετίες του '90 και του '00, είναι η συνειδητοποίηση ότι τα αιτήματα και οι διεκδικήσεις ξεφεύγουν από το τοπικό επίπεδο, το επίπεδο της γειτονιάς, και αφορούν το σύνολο της πόλης. Έτσι στήνουν δίκτυα επικοινωνίας, ανταλλαγής πληροφοριών και τεχνογνωσίας. Η προ- και μετα- ολυμπιακή περίοδος χαρακτηρίζεται από τις δυναμικές κινητοποιήσεις για την προάσπιση και διεκδίκηση ελεύθερων χώρων και χώρων πρασίνου. Την περίοδο της κρίσης, το περιβάλλον και το πράσινο δεν είναι στις προτεραιότητες, καθώς υπάρχουν πιο σοβαρά ζητήματα επιβίωσης».
Αντίθετα με την κρίση, η περίοδος της καραντίνας συνέβαλε θετικά στην στην ανάδειξη του δημοσίου χώρου: «Η “μετακίνηση 6”, η έξοδος για φυσική δραστηριότητα δηλαδή, ανέδειξε τη σημασία της ύπαρξης ελεύθερων χώρων και χώρων πρασίνου εντός του αστικού ιστού. Ανακαλύψαμε, και πάλι, τις πλατείες και τα μικρά πάρκα στις γειτονιές μας, αποσυνδέσαμε –έστω προσωρινά– την έξοδο από την κατανάλωση κάποιου προϊόντος. Βέβαια, η ύπαρξη τέτοιων χώρων δεν είναι αυτονόητη παντού. Στην Αθήνα, στον Πειραιά, οι χώροι αυτοί δεν είναι ισοκατανεμημένοι χωρικά, και δεν είναι όλοι στην ίδια κατάσταση από πλευράς συντήρησης και εξοπλισμού. Ούτε είναι αυτονόητο ότι η πρόσβαση σε αυτούς είναι ελεύθερη, χωρίς χρηματικό αντίτιμο. Η ανάγκη, επομένως, για φροντισμένους ελεύθερους χώρους και χώρους πρασίνου, όπου η παρουσία και η χρήση δεν συνδέεται αποκλειστικά με την κατανάλωση, μοιάζει να είναι ένα από τα πολλά μηνύματα της περιόδου της καραντίνας», λέει η κ. Πρέντου.
Μπορεί τελικά οι προσπάθειες μερικών κατοίκων που μετρώνται στα δάκτυλα ενός χεριού να πετύχουν, μπορεί και όχι – αυτό θα το κρίνουν οι αρμόδιοι για το θέμα. Μια σκέψη όμως που μας γεννήθηκε μέσα από αυτή την υπόθεση είναι το πόσο, ευρισκόμενοι σε διαρκή κίνηση, είμαστε απομονωμένοι από το περιβάλλον μας – αυτό που οι αγγλόφωνοι ονομάζουν «habitat». Μετακομίζουμε, αλλάζουμε σπίτια, πόλεις, χώρες, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία και συχνά δεν προλαβαίνουμε να δεθούμε με ό,τι μας περιβάλλει, να το γνωρίσουμε, να μάθουμε την ιστορία του, να φτιάξουμε τις δικές μας ιστορίες και τελικά να το αγαπήσουμε προκειμένου να διεκδικήσουμε τον ελεύθερο χώρο που μας αναλογεί, να πιέσουμε για χώρους πρασίνου ή να φροντίσουμε τους ήδη υπάρχοντες.
*Το όνομα «Κώστας» δεν είναι το πραγματικό, καθώς προτίμησε να κρατήσει την ανωνυμία του προκειμένου να μην θέσει σε κίνδυνο την προσπάθειά του.
Σχόλια