Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, το Παρίσι φιλοξενεί μια ξεχωριστή παρέα Ελλήνων φοιτητών που στο μέλλον θα γίνουν ηγετικές μορφές της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής της χώρας. Ανάμεσά τους ο Άγγελος Κατακουζηνός που κάνει σπουδές Ιατρικής και σε λίγο θα γίνει διεθνώς καταξιωμένος νευρολόγος-ψυχίατρος, ο τεχνοκριτικός Στρατής Ελευθεριάδης (γνωστός στο μέλλον ως Tériade), ο λογοτέχνης Kωστής Βάρναλης που παρακολουθεί με υποτροφία μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας και κοινωνιολογίας, ο γλύπτης Μιχάλης Τόμπρος, οι ζωγράφοι Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας και Γιώργος Γουναρόπουλος.
Η παρέα συχνάζει στο Café de la Rotonde στη λεωφόρο Μονπαρνάς. Ένα βράδυ που ψιλοβρέχει, στέκονται έξω από το καφέ συνεχίζοντας μια συζήτηση δίχως τελειωμό γύρω στη σύγχρονη τέχνη, τις πηγές της και τον πριμιτιβισμό. «Τώρα που ήμουν κάτω στην Πατρίδα», άρχισε ξαφνικά ο Γουναρόπουλος, «είδα στο Βόλο τις ζωγραφιές ενός λαϊκού καλλιτέχνη που με μάγεψαν. Θεόφιλος λέγεται κι είναι Μυτιληνιός. Τα πολύχρωμα έργα του είναι λουσμένα από ξανθό φως, γαλάζια λάμψη, ασήμια της ελιάς…».
«Ο Γουναρόπουλος μιλούσε αργά και σιγανά σα να μας φανέρωνε κάποιο μεγάλο μυστικό» θα γράψει ο Κατακουζηνός. «Κι ως τον ακούγαμε ο Tériade