Εκτοπισμένες μνήμες: Οι Έλληνες της Τασκένδης
«Μασσαλία, Παρίσι, Πράγα, Βουδαπέστη, Γράμμος κι ύστερα Μπούλκες, Σόφια, Μόσχα, Τασκένδη. Εκεί πια νόμισα πως τελείωσε η ζωή μου, η ζωή που διάλεξα. Τα υπόλοιπα χρόνια θα κυλούσαν πάντα μες στην ίδια προοπτική, σταχτιά ή ρόδινη, αδιάφορο. Έγιναν τρομερά πράγματα, δε θέλω να μιλήσω, δε θέλω μήτε να τα σκέφτομαι...» Ο Ανδρέας, ο κεντρικός ήρωας του Στρατή Τσίρκα στη «Χαμένη Άνοιξη» επιστρέφει στην Αθήνα το 1965, μετέωρος και έκπληκτος στο χρονικό μεταίχμιο δύο συντριβών, του Εμφυλίου και της δικτατορίας. Ήδη από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου εξηγείται σιβυλλικά και σπαρακτικά συνάμα στον υποψήφιο αναγνώστη: Για την Τασκένδη δεν θα μιλήσει, για την Τασκένδη θα σωπάσει. Ίσως γιατί απ’ όλες τις μνήμες που κουβαλούσαν οι επαναπατρισθέντες από τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες, η Τασκένδη ήταν η πιο οδυνηρή. Δίχασε ανεπίστρεπτα την κοινότητα των πολιτικών προσφύγων και σημάδεψε ανεξίτηλα την ιστορία της ελληνικής αριστεράς. Γι’ αυτό παρέμεινε ανομολόγητη για πολλά χρόνια, διολισθαίνοντας άλλοτε σε μια μοναχική λήθη κι άλλοτε εξιτάροντας θρυλικές αφηγήσεις σε μια αέναη αλληλοδιαδοχή αλήθειας και μύθου.
Φέτος συμπληρώνονται 70 χρόνια από την έναρξη του Ελληνικού