
«Το 1975, στην Αμερική και το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, οι άνθρωποι περνούσαν 16 ώρες την εβδομάδα μπροστά από μία οθόνη. Το 2015, περνούσαν 48 ώρες την εβδομάδα μπροστά από μία οθόνη και πιστεύουμε ότι αυτές οι 48 ώρες θα φτάσουν κοντά στις 60 ώρες στα επόμενα 5 με 8 χρόνια […] Το 1975, υπήρχε μία οθόνη στο σπίτι. Τώρα, ασχολούμαστε με 3 ή 4 οθόνες». Αυτά ήταν μερικά από τα λόγια που ανέφερε ο διευθυντής του Center For The Digital Future, Τζέφρι Κόουλ, τον Οκτώβριο του 2016, σε μία ημερίδα του ΕΚΚΕ για τη χρήση του Διαδικτύου στην Ελλάδα που παρακολούθησα δια ζώσης. Ο Κόουλ δεν θα μπορούσε, φυσικά, να λάβει υπόψη του τον αστάθμητο παράγοντα μίας πανδημίας, που θα ξεσπούσε σχεδόν 3,5 χρόνια αργότερα από εκείνη την ομιλία του. Τα λόγια του, όμως, ηχούν εξαιρετικά επίκαιρα στις μέρες μας, όπου περνάμε ακόμη περισσότερες ώρες μπροστά από μία οθόνη (PC, laptop, tablet ή smartphone) προκειμένου να μειώσουμε τις μετακινήσεις μας και να καλύψουμε ένα ευρύ φάσμα αναγκών.
Με δυο λόγια
Αυτές τις μέρες που υπάρχει ανάγκη για ξεκάθαρη ενημέρωση κι ανάλυση, το inside story προσφέρει όλα τα άρθρα γύρω από τον Covid-19 ελεύθερα σε όλους τους αναγνώστες. #ΜένουμεΑσφαλείς: Ανακαλύψτε πάνω από 2.500 ρεπορτάζ και ιστορίες του inside story. Γραφτείτε για έναν μήνα δωρεάν EΔΩ. |
Το ζήτημα αποκτά ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα, όταν το επίκεντρο μεταφέρεται στα μικρά παιδιά και τους εφήβους, μία ηλικιακή ομάδα που συγκεντρώνει συστηματικά το ενδιαφέρον των επιστημόνων-ερευνητών και με την οποίαν έχουμε ασχοληθεί σε παλαιότερο άρθρο μας. Κατά πόσο, λοιπόν, αυξήθηκε ο χρόνος έκθεσης των ανηλίκων στην οθόνη (screen time) λόγω των περιοριστικών μέτρων και του κλεισίματος των σχολικών μονάδων; Πόσο δικαιολογημένες είναι οι ανησυχίες των γονέων και πώς μπορούν να αντισταθμιστούν τυχόν επιπτώσεις; Υπάρχει κάποιο θετικό στοιχείο για γονείς και παιδιά στην τρέχουσα δύσκολη κατάσταση;
Σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγε η εταιρεία Ipsos για λογαριασμό του Global Myopia Awareness Coalition (GMAC) το διάστημα 29 Μαΐου-2 Ιουνίου 2020 στις ΗΠΑ, «ο χρόνος έκθεσης των παιδιών στην οθόνη έχει διπλασιαστεί από τότε που ξεκίνησε η πανδημία της Covid-19» (από το 21% στο 44%). Πιο συγκεκριμένα, επτά στους δέκα γονείς με παιδιά κάτω των 18 ετών ανέφεραν ότι τα τελευταία περνούν περισσότερο χρόνο μπροστά στην τηλεόραση και πάνω από τους μισούς ισχυρίστηκαν το ίδιο για τα tablets, τα smartphones, τα laptops και τα video games. Όπως φαίνεται στην παρακάτω εικόνα, η αύξηση του χρόνου έκθεσης σε οθόνη ηλεκτρονικής συσκευής παρατηρήθηκε σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες παιδιών κι εφήβων, με εκείνη των 5-10 ετών να παρουσιάζει υπερδιπλάσια αύξηση σε σύγκριση με πριν την πανδημία.
Ανοδικές τάσεις καταδεικνύουν κι άλλες έρευνες, όπως της Morning Consult (13-15 Αυγούστου 2020) και της ΜΚΟ Parents Together (16-20 Απριλίου 2020). Στη μεν πρώτη, το 70% των ερωτηθέντων γονέων αποκρίθηκε πως, εν μέσω πανδημίας, «τα παιδιά τους περνούν τουλάχιστον 4 ώρες ημερησίως μπροστά σε συσκευές» (ενώ, προ πανδημίας, το 60% δήλωνε πως το ημερήσιο όριο δεν ξεπερνούσε τις 3 ώρες), στη δε δεύτερη, σχεδόν οι μισοί γονείς (49%) είπαν ότι τα παιδιά τους ξοδεύουν πάνω από 6 ώρες την ημέρα online (ενώ, προηγουμένως, το ποσοστό αυτό δεν ξεπερνούσε το 9%).
Όσον αφορά το περιεχόμενο με το οποίο τείνουν να αλληλεπιδρούν περισσότερο οι ανήλικοι, στη δημοσκόπηση της Morning Consult βρέθηκε ότι ο χρόνος επί της οθόνης κατανέμεται κυρίως στο gaming, τα μαθήματα για το σχολείο και τα social media, ενώ, παράλληλα, το YouTube και το Netflix αναδεικνύονται ως οι πιο δημοφιλείς πλατφόρμες ψυχαγωγίας για τα παιδιά και τους εφήβους – σύμφωνα πάντα με τις απαντήσεις των γονιών τους. Οι δύο πλατφόρμες εμφανίζονται, μαζί με το TikTok, εξίσου δημοφιλείς στην έρευνα της Parents Together, ενώ και στη μελέτη της Ipsos, περίπου 3 στους 5 γονείς ανέφεραν ότι τα παιδιά τους περνούν τον ψηφιακό τους χρόνο παρακολουθώντας online ταινίες και shows, συμμετέχοντας σε εξ αποστάσεως μαθήματα και πραγματοποιώντας βιντεοσυνομιλίες.
Σε αντιδιαστολή με τις παραπάνω έρευνες, των οποίων τα αποτελέσματα προέκυψαν με βάση τις απαντήσεις και τις κρίσεις των γονέων, το California Partners Project και το Child Mind Institute πραγματοποίησαν σε βάθος συνεντεύξεις με 46 εφήβους (ηλικίας 14 έως 17 ετών) που ζουν στην Καλιφόρνια, με σκοπό να εξετάσουν το πώς οι ίδιοι βιώνουν και διαχειρίζονται τους περιορισμούς και το στρες της πανδημίας. Μεταξύ άλλων, προέκυψε ότι πολλοί έφηβοι αντιμετωπίζουν ζήτημα «κορεσμού με τις οθόνες», στις οποίες προσφεύγουν για να διαχειριστούν την πλήξη, τη μοναξιά και τα αρνητικά συναισθήματα που τους προκαλεί το κλείσιμο των σχολείων και η απώλεια της κοινωνικής τους ζωής. Ενδεικτικά σταχυολογούμε τις ακόλουθες μαρτυρίες:
«Εν απουσία φιλικών, αθλητικών και άλλων δραστηριοτήτων πρόσωπο με πρόσωπο που φυσιολογικά γέμιζαν τις ημέρες τους πριν τον κορονοϊό, αυτό που ακούσαμε περισσότερο συχνά ήταν μία βαθιά εξάρτηση από τα social media και το gaming», συμπεραίνει ο ιατρός και πρόεδρος του Child Mind Institute, Χάρολντ Κόπλεβιτς. Ολόκληρη η έρευνα εδώ. |
Εκτός από τον χρόνο έκθεσης στις οθόνες, πολλές από τις παραπάνω μελέτες επιχειρούν να ανιχνεύσουν τις στάσεις και τους –εντεινόμενους τελευταία– προβληματισμούς των γονέων. Στην έρευνα της Ipsos, για παράδειγμα, το 78% των γονέων συμφώνησε ότι ο παρατεταμένος χρόνος έκθεσης στην οθόνη είναι επιβλαβής για την υγεία των ματιών των παιδιών τους και το 76% δήλωσε ότι αναζητά τρόπους που θα τους βοηθήσουν να τον περιορίσουν, ενώ στην αντίστοιχη της Parents Together, αρκετοί γονείς αναφέρθηκαν σε περιστατικά cyberbullying και σεξουαλικής παρενόχλησης με θύματα τα παιδιά τους.
Όσον αφορά τους Έλληνες γονείς, όπως δείχνουν τα στοιχεία πρόσφατης έρευνας του Ελληνικού Κέντρου Ασφαλούς Διαδικτύου (ΕΚΑΔ), το 64% εμφανίζεται ανήσυχο για τον χρόνο που δαπανούν τα παιδιά τους στο Διαδίκτυο και το 68% προβληματίζεται για τον τρόπο που το ψηφιακό περιεχόμενο τα επηρεάζει. Επιπλέον, περίπου 5 στους 10 γονείς αναφέρουν πως έχουν εν μέρει τον έλεγχο της διαδικτυακής δραστηριότητας του παιδιού τους, ενώ ένα 11% δηλώνει ότι δεν γνωρίζει με ποιους συνομιλούν τα παιδιά τους στον ψηφιακό χώρο. Από την άλλη, το 56% των γονιών απαντούν ότι συζητούν συχνά με τα παιδιά τους για την ασφαλή χρήση του Διαδικτύου και το 81% υποστηρίζει ότι θέτει όρια στον χρόνο που αφιερώνουν μπροστά από μία οθόνη.
Οι ανησυχίες των γονέων δεν περιορίζονται, πάντως, μόνο στα «ψυχρά» στατιστικά δεδομένα, αλλά αποτυπώνονται και στις τηλεφωνικές κλήσεις που δέχεται η Συμβουλευτική Γραμμή Βοήθειας Ηelp-Line του ΕΚΑΔ. Όπως λέει στο inside story η Μαρία Δάρα, ψυχολόγος και σύμβουλος στη Γραμμή Βοήθειας Ηelp-Line, «οι προβληματισμοί των γονέων έχουν να κάνουν κυρίως με τον εθισμό των παιδιών στα διαδικτυακά παιχνίδια. Οι συγκρούσεις μεταξύ παιδιών και γονέων για τις ώρες που δαπανώνται στην οθόνη είναι έντονες και καθημερινές και οι γονείς χρειάζονται υποστήριξη στην προσπάθεια να βρουν την ισορροπία στις ζωές των παιδιών και να οριοθετήσουν τη χρήση του Διαδικτύου. “Είναι το παιδί μου εθισμένο;”, “Να πετάξω τις κονσόλες παιχνιδιών;”, “Να διακόψω τη σύνδεση του Ίντερνετ;”, “Τί να κάνω που δεν με ακούει;” και “Πώς να διακόψω αυτή τη συνήθεια;” είναι κάποιες από τις πιο συχνές ερωτήσεις που δεχόμαστε. Ταυτόχρονα, παρατηρούμε ότι παιδιά πολύ μικρής ηλικίας έχουν αποκτήσει πια επαφή με τα ηλεκτρονικά μέσα, ενώ πριν οι γονείς το απέφευγαν περισσότερο. Νήπια 2, 3 και 4 ετών παίζουν παιχνίδια, βλέπουν βίντεο ή ακόμα και εκπαιδεύονται μέσω Διαδικτύου».
Στην ερώτησή μας για το τι έχει αλλάξει τον τελευταίο έναν χρόνο πανδημίας, η κ. Δάρα μάς απαντά ότι «μια διαφοροποίηση που παρατηρήσαμε αναφορικά με τις κλήσεις που δεχόμαστε είναι μια αύξηση σε εκείνες που αφορούν το sexting (ανταλλαγή γυμνών φωτογραφιών μέσω διαδικτύου), τον εκφοβισμό μέσω Διαδικτύου και των σεξουαλικών παρενοχλήσεων. Αν και η Γραμμή Βοήθειας του ΕΚΑΔ δεχόταν, από την αρχή της λειτουργίας της, πάρα πολλές αναφορές σχετικά με την υπερβολική χρήση, το εντυπωσιακό που παρατηρήσαμε κατά τη διάρκεια και στις αρχές του πρώτου lockdown ήταν ότι οι κλήσεις αυτές μειώθηκαν. Πιθανολογούμε ότι οφειλόταν στο σοκ που νιώσαμε όλοι στην αρχή της πανδημίας, λόγω της νέας κατάστασης που βιώναμε και του εγκλεισμού μας στο σπίτι, και στο ότι οι γονείς υποτιμήσαμε ή κάπως παραιτηθήκαμε από τη “μάχη” με τα ηλεκτρονικά μέσα. Ίσως η σκέψη στις αρχές ήταν ότι “αφού δεν είχαμε κάτι καλύτερο να κάνουμε, ας αφήσουμε τα παιδιά να παίξουν στο Διαδίκτυο”. Τα προβλήματα, όμως, άρχισαν γρήγορα να φαίνονται ξανά καθώς σταδιακά άρχισαν πάλι να αυξάνονται οι αναφορές για υπερβολική χρήση και εθισμό. Φτάνοντας στο τώρα και σχεδόν έναν χρόνο μετά, πολλοί γονείς αναφέρουν προβλήματα εθισμού λόγω του παρατεταμένου εγκλεισμού. Περιγράφουν παιδιά που, ενώ ήταν λειτουργικά, δραστήρια, κοινωνικά, τώρα έχει πέσει η απόδοσή τους, έχουν εξαιρετικά μειωμένο κίνητρο σε όλες τις διαστάσεις (π.χ. σχολείο, επαφές με φίλους), δεν έχουν διάθεση για τίποτα παρά μόνο για παιχνίδι μέσω Διαδικτύου. Με άλλα λόγια, περιγράφουν παιδιά παραιτημένα, βυθισμένα, σχεδόν ακινητοποιημένα. Είναι μια εξαιρετικά δυσάρεστη κατάσταση που πρέπει να έχουμε κατά νου».
Εκτός από την αρνητική πλευρά, υπάρχουν και γονείς που διακρίνουν οφέλη και θετικές προεκτάσεις από τη μεγαλύτερη ενασχόληση των παιδιών τους με τις ψηφιακές τεχνολογίες τον τελευταίο ένα χρόνο, όπως διαβάζουμε σε άρθρο των New York Times. Ένα σχετικό παράδειγμα παραθέτει και η ίδια η συντάκτρια του άρθρου, Τζέσικα Γκρος, λέγοντας πως η 8χρονη κόρη της «ξεκίνησε να γράφει ιστορίες αυτή τη χρονιά στο Google Docs […] Πειραματίζεται με γραμματοσειρές, ψάχνει συνώνυμα και σκέφτεται σχετικά με την πλοκή ακόμη κι όταν είναι μακριά από τον υπολογιστή. Δεν νομίζω ότι θα έκανε τίποτε από αυτά, αν δεν υπήρχε η εικονική πανδημική μας χρονιά». Παρομοίως, στην τελευταία έρευνα του ΕΚΑΔ, «πολλοί γονείς υπογραμμίζουν και την εξοικείωση που παρατηρούν να έχουν πλέον τα παιδιά τους με τον ψηφιακό κόσμο». |
«Στην πανδημία, ο ψηφιακός χώρος αναγκαστικά μετατράπηκε σε χώρο εργασίας, εκπαίδευσης, διασκέδασης και επικοινωνίας. Η ανησυχία των γονέων είναι φυσιολογική, αλλά είναι σημαντικό να λαμβάνουμε υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες που έχει επιφέρει η πανδημία και να παραμείνουμε ψύχραιμοι, επιτρέποντας μικρές παρεκκλίσεις από τους συνήθεις κανόνες (σ.σ: του ΠΟΥ και της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής). Οι μικρές αυτές παρεκκλίσεις, όμως, να συνοδεύονται και από αντισταθμιστικές δραστηριότητες που να μην περιλαμβάνουν τη χρήση κάποιας οθόνης», λέει στο inside story η Ανθή Σιδηροπούλου, μεταδιδακτορική ερευνήτρια και διδάσκουσα στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ, με εξειδίκευση στη σχέση των εφήβων με το Διαδίκτυο και το ζήτημα του εθισμού. «Πράγματι όλη αυτή η περίοδος του παρατεταμένου εγκλεισμού των παιδιών έχει αυξήσει κατακόρυφα τον χρόνο στις οθόνες. Σαφώς και εύλογα δημιουργούνται ανησυχίες από τη νέα αυτή πραγματικότητα. Μια ανησυχία είναι κατά πόσο αυτός ο νέος τρόπος ζωής δύναται να παγιώσει μελλοντικές δύσκολες συμπεριφορές και συνήθειες, τόσο στους εφήβους όσο και σε παιδιά μικρότερης ηλικίας», προσθέτει από την πλευρά της η Μαρία Δάρα.
«Δύο τύποι προβληματισμού ανακύπτουν υπό αυτές τις συνθήκες», σύμφωνα με την κ. Σιδηροπούλου, με τον πρώτο να «αφορά στις επιδράσεις της πολύωρης χρήσης της οθόνης στη σωματική και ψυχική υγεία» και τον δεύτερο «στην απουσία άλλων δραστηριοτήτων από την καθημερινότητα, όπως η φυσική άσκηση, η διαπροσωπική αλληλεπίδραση και η αγκαλιά με αγαπημένα πρόσωπα». «Αναφορικά με τις σωματικές επιπτώσεις», συνεχίζει η κ. Σιδηροπούλου, «αρκετός λόγος έχει γίνει για τις επιδράσεις της πολύωρης χρήσης της οθόνης στην όραση, η οποία μπορεί να αυξήσει την ευαλωτότητα σε παθήσεις των ματιών. Την ίδια στιγμή η ακινησία για ώρες σε μια καρέκλα γραφείου, επιβαρύνει το σώμα και προκαλεί μια σειρά από επώδυνα συμπτώματα. Αλλά και πέρα από τα σωματικά συμπτώματα, ένα σημείο προβληματισμού, στο πλαίσιο των συνθηκών που διανύουμε, βρίσκεται στην ισορροπία μεταξύ των δραστηριοτήτων της οθόνης και των δραστηριοτήτων μακριά από αυτή. Για να απαντήσουμε στο ερώτημα “ποιες εναλλακτικές υπάρχουν μέσα στις παρούσες συνθήκες ώστε να ασχοληθούμε με κάτι ανακουφιστικό για το σώμα και το νου;”, θα πρέπει να στραφούμε, ο καθένας προσωπικά, σε ασχολίες και δεξιότητες που έχει αποκτήσει ήδη πριν την περίοδο της πανδημίας».
Όσο για το κατά πόσον η παρούσα συγκυρία θα συνεισφέρει σε περισσότερο ψηφιακά αλφαβητισμένα παιδιά, η κ. Σιδηροπούλου μάς λέει χαρακτηριστικά πως «αυτό που καθίσταται σημαντικό δεν είναι η περαιτέρω εξοικείωση της λεγόμενης Gen Z στη χρήση των εφαρμογών και των συσκευών (που θα έρθει αναπόφευκτα), αλλά η εκπαίδευσή της προς την κριτική αξιοποίηση του περιεχομένου και των εφαρμογών. Να μπορούν [τα παιδιά] να αναγνωρίζουν τα fake news, να προστατεύονται στον ψηφιακό χώρο, να αναγνωρίζουν ποιες συναισθηματικές ανάγκες καλύπτουν με τη χρήση μιας οθόνης και πολλά ακόμα παρόμοια ζητήματα».
Ως προς τις μακροπρόθεσμες συνέπειες, «είναι δύσκολο να μιλήσουμε ακόμα για αυτές, καθώς πρόκειται για μια πρωτόγνωρη κατάσταση με αβέβαιο ακόμα σημείο λήξης. Οι βραχυπρόθεσμες επιδράσεις, ωστόσο, είναι ήδη ορατές. Αρκετοί ενήλικες βιώνουν την “κόπωση Zoom”, συνεπώς μπορούμε να υποθέσουμε ότι κάτι αντίστοιχο βιώνουν και τα παιδιά που είναι αναγκασμένα να βρίσκονται καθηλωμένα μπροστά από μια οθόνη. Την ίδια στιγμή, τα παιδιά έχουν αποκοπεί σχεδόν από το σύνολο των δραστηριοτήτων εκείνων που τους πρόσφεραν ευχαρίστηση και ικανοποίηση, όπως ο χρόνος με τους φίλους ή ο χρόνος σε οργανωμένες δραστηριότητες απόκτησης δεξιοτήτων (όπως τα ωδεία, τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών, οι αθλητικές δραστηριότητες). Αν αυτός ο “χαμένος” χρόνος δεν μετατραπεί σε κάτι εξίσου δημιουργικό για τα ίδια, μέσα στα ασφαλή πλαίσια που υπαγορεύονται από τις συνθήκες της πανδημίας, τότε θα έρθουν αντιμέτωπα με δυσφορικά συναισθήματα, όπως η ανία και η μοναχικότητα», συμπληρώνει η κ. Σιδηροπούλου.
Ήδη κάμποσες μελέτες (από την Ισπανία και την Αλάσκα μέχρι τον Καναδά, την Ολλανδία και την Κίνα) έχουν δείξει ότι, από το πρώτο πανδημικό κύμα κι ύστερα, η σωματική δραστηριότητα παιδιών και εφήβων μειώθηκε σημαντικά –παράλληλα με την αύξηση του χρόνου έκθεσης σε ψηφιακές οθόνες– ενώ, σε αρκετές περιπτώσεις, επηρεάστηκε και η ποιότητα του ύπνου. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με διεθνή έρευνα, οι έφηβοι που παρουσιάζουν εθισμό με το gaming και χρησιμοποιούν προβληματικά το Διαδίκτυο φαίνεται ότι εμφανίζουν μεγαλύτερα ποσοστά κατάθλιψης, μοναξιάς, φυγής από την πραγματικότητα και άγχους σχετιζόμενου με την πανδημία. |
Ένα ερώτημα που εύλογα εγείρεται αφορά το πώς μπορούν οι γονείς να ξεχωρίσουν τη φυσιολογική έκθεση στην οθόνη, από μία εθιστική διαδικτυακή συμπεριφορά εν μέσω καραντίνας και κλειστών σχολείων, όπου τα όρια ελεύθερου και εκπαιδευτικού χρόνου καθίστανται συγκεχυμένα. Η κ. Σιδηροπούλου απαντά στο inside story πως τα όρια ήταν δυσδιάκριτα ήδη πριν από την πανδημία. Μολαταύτα, «τα περιοριστικά πλαίσια σχετικά με τις εξωτερικές δραστηριότητες αλλά και η μεταφορά της εργασίας και της εκπαίδευσης στην οθόνη όντως δημιουργούν μια περαιτέρω σύγχυση των ορίων μεταξύ του ωφέλιμου χρόνου στην οθόνη (ο οποίος μπορεί να διατίθεται και για διασκέδαση και επικοινωνία) και των επιβλαβών συνεπειών του χρόνου αυτού. Μεταξύ άλλων, μπορούμε να εντοπίσουμε τέτοιες ενδείξεις στην ποιότητα του ύπνου του παιδιού ή αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες, όπως η παράλειψη γευμάτων για χάρη της οθόνης. Επίσης, ενδείξεις μπορούμε να εντοπίσουμε και στη διάθεσή του, αν για παράδειγμα δείχνει εκνευρισμένο ή αν δεν επιθυμεί να ασχοληθεί με κάτι που προηγουμένως το ευχαριστούσε. Σημαντικό, επίσης, είναι να διακρίνουμε αν η χρήση αυτή παρεμποδίζει άλλες δραστηριότητες που ορίζονται ως σημαντικές για την ψυχοκοινωνική υγεία του ατόμου και την εξέλιξη του, όπως οι άμεσες αλληλεπιδράσεις σε φυσικό χώρο και χρόνο, η σχολική επίδοση ή τυχόν δραστηριότητες που μέχρι τότε ήταν σημαντικές για τα άτομα (π.χ. αθλητισμός, μουσική, ζωγραφική, κ.ά.)», επισημαίνει η κ. Σιδηροπούλου.
Πρώτ΄απ΄όλα, «να μην πανικοβάλλονται», σύμφωνα με την Άνια Κάμενετζ, συγγραφέα του πρόσφατου βιβλίου «Η Τέχνη του Screen Time: Ψηφιακή ανατροφή χωρίς φόβο». «Κατά τη διάρκεια αυτής της πρωτόγνωρης περιόδου, όπου καλούμαστε να αντέξουμε και να ζήσουμε, ο ρόλος μας σαν γονείς είναι κρίσιμος και δύσκολος», λέει στο inside story η Μαρία Δάρα. «Θα ήταν βοηθητικό να θέσουμε ένα πρόγραμμα καθημερινό μαζί με τα παιδιά, το οποίο θα περιλαμβάνει την ώρα της τηλεκπαίδευσης, της διασκέδασης, του ύπνου, του διαβάσματος, κ.λπ. Ας μην ξεχάσουμε ότι τα παιδιά έχουν ανάγκη την επαφή και το παιχνίδι στο πραγματικό περιβάλλον. Είναι σημαντικό να βρούμε εναλλακτικές πηγές που τα παιδιά θα αντλούν χαρά και ικανοποίηση (π.χ. πατίνι, ποδήλατο, βόλτα στη φύση ή κάτι άλλο ανάλογα με τα ενδιαφέροντα του παιδιού). Ας έχουμε, επιπλέον, στο νου μας τι κάνουν τα παιδιά στο Διαδίκτυο. Είναι διαφορετικό το να παίζουν ένα παιχνίδι όλη μέρα χωρίς να μπορούν να σταματήσουν και διαφορετικό να το χρησιμοποιούν για να ακούσουν μουσική, να δουν κάποια ταινία, να μιλήσουν με τους φίλους τους. Μπορούν να βρουν και να κάνουν θετικά και δημιουργικά πράγματα μέσω Διαδικτύου». Όπως αναφέρει και η ειδικός Έλεν Ουαρτέλα, «δεν είναι όλες οι οθόνες πάντα κακές για όλα τα παιδιά κάτω από όλες τις συνθήκες. Αυτό που έχει σημασία είναι να γνωρίζεις το παιδί σου, το περιεχόμενο με το οποίο ασχολείται και το πλαίσιο στο οποίο γίνεται η χρήση των [ψηφιακών] μέσων».
Από τη μεριά της, η Ανθή Σιδηροπούλου λέει στο inside story: «Έχουν ανατραπεί πολλές ισορροπίες για όλα τα μέλη μιας οικογένειας. Όποιες πρακτικές συμβουλές δοθούν αυτή την περίοδο πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις οικογενειακές συνήθειες, πρακτικές και δυνατότητες, ώστε να μην προστίθεται επιπλέον άγχος στους γονείς που προσπαθούν να αντεπεξέλθουν σε αρκετά στρεσογόνες συνθήκες. Μια σημαντική παρότρυνση είναι η παρουσία σωματικής δραστηριότητας μέσα στη μέρα, η οποία ανακουφίζει το σώμα από την πολύωρη ακινησία, επιτρέπει την αποσύνδεση από τις οθόνες και την εκτόνωση: μια βόλτα στη γειτονιά με χαλαρούς ρυθμούς και χωρίς κατ’ ανάγκη σκοπό (π.χ. για αγορές), γυμναστική στο σπίτι –ενδεχομένως με τη μορφή παιχνιδιού–, χαλάρωση υπό τους ήχους ήρεμης μουσικής, χωρίς κάποια άλλη παράλληλη δραστηριότητα. Ίσως είναι μια ευκαιρία τα παιδιά να εξασκηθούν και στην ονειροπόληση, δηλαδή στις νοητικές περιπλανήσεις με τη χρήση της φαντασίας. Επίσης, ωφέλιμη θα ήταν η αύξηση του ποιοτικού χρόνου των γονιών με τα παιδιά, αλλά και των παιδιών μεταξύ τους, μέσω διαφόρων κοινών και ευχάριστων δραστηριοτήτων (π.χ. μαγείρεμα, κηπουρική, επιτραπέζια παιχνίδια, διάβασμα, κ.λπ.), όπως και η διατήρηση κάποιας υποτυπώδους ρουτίνας».
Πέρα από τη Γραμμή Βοήθειας Help-Line (210-6007686) και το πλούσιο υλικό που παρέχει το Ελληνικό Κέντρο Ασφαλούς Διαδικτύου, ξεχωρίσαμε μερικές ακόμη αξιόπιστες διαδικτυακές πηγές που θα μπορούσαν να αποβούν χρήσιμες σε όσους γονείς αναζητούν βοήθεια και συμβουλές:
|
Για το τέλος, ρωτάμε τις δύο ειδικούς τι θετικό μπορούν να αποκομίσουν γονείς και παιδιά από την τρέχουσα ζόρικη συγκυρία. Η κ. Σιδηροπούλου μάς λέει πως «ο ποιοτικός, πραγματικά ελεύθερος χρόνος γονέων και παιδιών μπορεί να λειτουργήσει ανακουφιστικά και για τις δύο πλευρές. Συνεπώς, αν μπορούμε να εντοπίσουμε μια θετική συνέπεια σε αυτές τις πρωτόγνωρες και αγχογόνες συνθήκες των παρατεταμένων περιορισμών και της διάχυτης αβεβαιότητας εξαιτίας της πανδημίας είναι η εστίαση στις σχέσεις εντός του σπιτιού και στις ουσιαστικές προτεραιότητες». Εξίσου καίρια μας απαντά και η κ. Δάρα: «Ας θυμηθούμε ότι το πιο ισχυρό όπλο που έχουμε στα χέρια μας είναι η σχέση μας με το παιδί μας. Χωρίς αυτή, δεν μπορούμε ούτε να οριοθετήσουμε ούτε να υποστηρίξουμε ούτε βέβαια το παιδί να απευθυνθεί σε εμάς εάν χρειαστεί κάτι, οπότε ας φροντίσουμε τη σχέση μαζί του αυτή την εποχή περισσότερο από ποτέ».
Σχόλια