Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο
Χρόνος ανάγνωσης:
5'
Guest Editor:
amanda.jpg
Η Αμάντα στα χρόνια του νηπιαγωγείου. Στο καρότσι πίσω της διακρίνονται ο Κλούβιος και η Σουβλίτσα.

Αμάντα Μιχαλοπούλου: «Πώς γράφεται ένα μυθιστόρημα»

Αυτό με ρωτάνε συχνά οι μαθητές μου στα μαθήματα δημιουργικής γραφής. Ξέρω πως περιμένουν μια απάντηση σαφή, εντυπωσιακή, μια απάντηση που θα τους εμπνεύσει και θα τους καθησυχάσει. Αλλά η απάντησή μου είναι πάντα εξίσου ενοχλητική: «Ένα μυθιστόρημα» τους λέω «γράφεται καθώς γράφεται».
Η Αμάντα στα χρόνια του νηπιαγωγείου. Στο καρότσι πίσω της διακρίνονται ο Κλούβιος και η Σουβλίτσα.

Αυτό που εννοώ είναι ότι τα ερωτήματα που θέτει ένα βιβλίο απαντώνται μόνο μέσα από το γράψιμό του. Γράφεις, διορθώνεις, απογοητεύεσαι και ξαναγράφεις και ξαναδιορθώνεις. Με βρίσκει σύμφωνη η άποψη του Καχτίτση: ένα μυθιστόρημα πρέπει να γράφεται δύσκολα και να διαβάζεται εύκολα.

Έτσι και σήμερα, προσπαθώντας να αναπαραστήσω το γράψιμο του Μπαρόκ –δηλαδή τον σχεδιασμό του, την αγωνία του, το γράψιμο και ξαναγράψιμό του– δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω. Πώς ξεκινάει άραγε ένα βιβλίο; Θα ήταν ωραίο και ρομαντικό να ξεκινάει άγρια μεσάνυχτα, με τον συγγραφέα άυπνο. Αρπάζει το μολύβι (ακόμη καλύτερα, την πένα), ξεβιδώνει ένα μπουκάλι ουίσκυ και κάθεται στο γραφείο με το χέρι σε στάση πονοκεφάλου. Αλλά δεν είναι έτσι.

Image
bythesea.jpg
Με τους γονείς της στην παραλία.

Το Μπαρόκ ξεκίνησε μέρα μεσημέρι ως προσωπικό στοίχημα: πίστευα ακράδαντα αυτό που έγραφε ο Φίλιπ Ροθ στα Γεγονότα, ότι δηλαδή «όταν περάσεις τα πενήντα χρειάζεσαι τρόπους για να καταστήσεις τον εαυτό σου ορατό στον εαυτό σου». Αυτό ήθελα. Να γράψω την ιστορία μου, όσα έζησα, χωρίς όμως το ναρκισσισμό της αυτοβιογραφίας. Ήθελα να κινηθώ στο γνώριμο για μένα χώρο της μυθοπλασίας, εκεί που ζούσα από παιδί. Σκάρωνα ιστορίες ξαπλωμένη στο περσικό χαλί του σαλονιού, παρατηρώντας το

Ή κάνε εγγραφή εντελώς δωρεάν

Κάνε εγγραφή για να έχεις πρόσβαση σε έως και 5 δωρεάν άρθρα τον μήνα!

Εγγραφή χρήστη