Αν και συνταξιούχος, ο 66χρονος Ούλριχ ξυπνάει κάθε μέρα γύρω στις επτά. «Κακές συνήθειες από τότε που ήμουν δημοσιογράφος, σχεδόν πάντα έκανα πρωϊνή βάρδια», μου λέει γελώντας, σαν να θέλει να δικαιολογηθεί. Η ζωή του στο Λίμπεκ, μια γραφική πόλη της βόρειας Γερμανίας, είναι πολύ καλά προγραμματισμένη, «όπως μάθαμε ότι πρέπει να είναι την εποχή των δύο Γερμανιών», προσθέτει. Αφού πάρει πρωινό –γάλα με δημητριακά, φρούτα και γιαούρτι– φτιάχνει το τσάι του και βγαίνει στην πίσω αυλή του σπιτιού για να πάρει καθαρό αέρα. Το φθινόπωρο έχει μπει για τα καλά στη Γερμανία, και η πρώτη δουλειά του αυτές τις μέρες είναι να μαζεύει τα χρυσαφένια φύλλα που έχουν πέσει στο γρασίδι της αυλής. Διαφορετικά, παίρνει το αυτοκίνητο και πηγαίνει στο ιστορικό κέντρο της περιτριγυρισμένης από κανάλια χανσεατικής πόλης. Αφού τελειώσει τις δουλειές του, πίνει στα γρήγορα έναν καφέ στο περίφημο Lubecker Marzipan-Speicher και γυρίζει σπίτι, όπου συνήθως ήδη έχει πιάσει δουλειά ο Μπόρις, ο Πολωνός κηπουρός του, ή η Σβετλάνα, η Ρωσίδα καθαρίστριά του.
Ένας κανονικός Γερμανός
Ο Ούλριχ Πάπε, για χρόνια δημοσιογράφος και καθηγητής γερμανικής γλώσσας, γεννήθηκε το 1950 στο Μπαντ Σβαρτάου, μία μικρή κωμόπολη