![Η πόλη της Μαριούπολης στη διάρκεια της τρίμηνης πολιορκίας από τους Ρώσους, στις 12 Απριλίου 2022. [Andrey Borodulin/AFP]](/sites/default/files/styles/image_main_xs/public/2023-09/CEMariupol000_32886UX.jpg?itok=UO9esvuj)
46 ημέρες στην πολιορκημένη Μαριούπολη
Είναι χιλιάδες οι ιστορίες από την πολιορκία της Μαριούπολης. Είναι όσες και οι άνθρωποι που αναζήτησαν καταφύγιο σε κελάρια, όσοι κρύφτηκαν στο Αζόφσταλ, όσοι δεν μπορούσαν να μετακινηθούν κι έμειναν μόνοι κι αβοήθητοι στα σπίτια τους, όσοι πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς, όσοι έπεσαν νεκροί από τις ρωσικές βόμβες και τα πυρά των Τσετσένων στρατιωτών. Ανάμεσα σε αυτούς που σώθηκαν υπάρχουν άνθρωποι που αφηγούνται όσα πέρασαν κι άλλοι που δεν επιθυμούν ή δεν αντέχουν ακόμη να μιλήσουν.
Κάποτε θα γραφτεί η ιστορία της πολιορκημένης Μαριούπολης. Αναπόφευκτα, όμως, αμέτρητες προσωπικές ιστορίες χάθηκαν για πάντα κάτω από τα συντρίμμια και τα αποκαΐδια. Στην πραγματικότητα ποτέ δεν θα μάθουμε όλα όσα βίωσαν οι κάτοικοι αυτής της πόλης, που ιδρύθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα από Έλληνες της Κριμαίας. Και που καταστράφηκε ολοσχερώς στις αρχές του 21ου, από έναν στρατό που, ακόμη και σήμερα, η ρωσική προπαγανδιστική μηχανή επιμένει να παρουσιάζει σαν ελευθερωτή. Γι αυτό κάθε μαρτυρία είναι πολύτιμη.
Η Ιρίνα Πονομαριόβα ποτέ δεν είχε ψευδαισθήσεις σχετικά με τις ρωσικές προθέσεις. Ακόμη κι έτσι, όμως, μέχρι την τελευταία στιγμή φανταζόταν ότι η πόλη της ήταν ασφαλής, πως ήταν θωρακισμένη. «Οι τοπικές αρχές και τα μέσα ενημέρωσης μάς καθησύχαζαν. Όλοι μας έλεγαν ότι δεν θα μας επιτεθεί η Ρωσία. Μόνο από τις αμερικανικές πηγές υπήρχε αυτή η προειδοποίηση, αλλά εμείς δεν το πιστεύαμε», λέει μιλώντας μέσω βίντεο από την Κρήτη, όπου βρίσκεται τον τελευταίο χρόνο. Το ξημέρωμα της 24ης Φεβρουαρίου, όταν οι Ουκρανοί ξύπνησαν από τις πρώτες ρωσικές βόμβες, η Πονομαριόβα έτρεφε μια μικρή ελπίδα ότι η αγωνία που άκουσε στη φωνή του γιου της, όταν την προέτρεπε να αναζητήσει καταφύγιο, ήταν υπερβολική.
«Ο γιος μου έτυχε να λείπει σε επαγγελματικό ταξίδι και μας πήρε τηλέφωνο να μας πει ότι θα έπρεπε άμεσα να κρυφτούμε. Ο άντρας μου γελούσε, του έλεγε ότι άδικα τον πιάνει πανικός, ότι η κατάσταση θα εξομαλυνθεί κι όλα θα πάνε καλά. Είναι αλήθεια ότι ο άντρας μου κι εγώ δεν πιστεύαμε ότι θα έφτανε ποτέ να απειλείται η ζωή μας», λέει η Πονομαριόβα. «Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι θα ήταν ποτέ πιθανό στην εποχή μας να καταστραφεί μια ευρωπαϊκή πόλη από βόμβες». Γι΄ αυτό και δεν κινητοποιήθηκε άμεσα. Άλλωστε την πρώτη μέρα της εισβολής, υπό τον ήχο των εκρήξεων, η πόλη λειτουργούσε κανονικά κι όλα τα καταστήματα ήταν ανοιχτά.
«Φυσικά ο κόσμος είχε φοβηθεί, άρχισαν να σηκώνουν χρήματα. Τα ουκρανικά μέσα ενημέρωσης προσπαθούσαν να μας καθησυχάσουν. Την ίδια ώρα, τα ρωσικά έλεγαν ότι οι Ρώσοι θα έπαιρναν εύκολα τη Μαριούπολη, ότι είμαστε αδέλφια και ότι δεν θα υπήρχε βία. Μεταξύ των ανθρώπων, στο μεταξύ, άκουγες όλων των ειδών τις απόψεις. Υπήρχαν και ορισμένοι που το πίστευαν ότι οι Ρώσοι δεν θα μας έκαναν κακό». Η Πονομαριόβα θυμάται πως όταν βομβαρδίστηκε η πρώτη πολυκατοικία στην Μαριούπολη, τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης άρχισαν να μεταδίδουν ότι πίσω από την επίθεση ήταν το Τάγμα του Αζόφ, ότι οι μαχητές του το έκαναν επίτηδες. «Αυτό προκάλεσε σύγχυση. Πολλοί άνθρωποι δεν ήταν βέβαιοι ποια πλευρά είχε ρίξει τη βόμβα».
Στις 26 Φεβρουαρίου ο γιος της θα την πάρει ξανά τηλέφωνο. «Μαμά, έχω κανονίσει με έναν στενό μου φίλο να πάτε σε μια πολύ καλή κρυψώνα. Πάρε τους όλους και πηγαίνετε εκεί, τώρα», της είπε. Ο άντρας μου, ο οποίος έχει κινητικά προβλήματα και είναι σε καροτσάκι, δεν ήθελε να εγκαταλείψει το διαμέρισμά μας, επέμενε να μείνει εκεί. Αποφασίσαμε, όμως, ότι εγώ θα έπρεπε να είμαι κοντά στα εγγόνια μου, να βοηθήσω σε ό,τι χρειαστούν. Έτσι άφησα στον άντρα μου φαγητό για τον ίδιο και τον γάτο μας. Είχα υπολογίσει ότι θα τους έφτανε για μια εβδομάδα». Έτσι αρχίζει μια από τις χιλιάδες ξεχωριστές ιστορίες της πολιορκίας.
«Τα παιδιά μου είναι Ελληνόπουλα και θέλω να γνωρίζω την ιστορία τους»
Η Ιρίνα Πονομαριόβα, η οποία έχει διατελέσει πρόεδρος του τμήματος Ιστορίας στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μαριούπολης, είναι γέννημα θρέμμα Μαριουπολίτισσα, από πατέρα Ρώσο και μητέρα Ουκρανή. Οι γονείς της μητέρας της δολοφονήθηκαν την περίοδο της κολεκτιβοποίησης και η μικρή κλείστηκε σε ορφανοτροφείο, από όπου την έβγαλαν όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, για να εργαστεί. «Ήταν 14 ετών οπότε της πρόσθεσαν στα χαρτιά δυο χρόνια για να φαίνεται ότι εργάζεται νόμιμα». Με τον πατέρα της, ο οποίος είχε πολεμήσει στον Κόκκινο Στρατό, γνωρίστηκαν μετά το τέλος του πολέμου.
Ο άντρας της Πονομαριόβα ανήκει σε μια από τις πιο μεγάλες και γνωστές ελληνικές οικογένειες της Μαριούπολης. «Η οικογένειά του διηύθυνε το Ελληνικό Θέατρο της Μαριούπολης. Από την ίδια οικογένεια προέρχεται κι ο σπουδαίος ποιητής Γεωργής Κωστοπράβ». Ο Κωστοπράβ δολοφονήθηκε τον Φεβρουάριο του 1937. Ήταν ένα από τα χιλιάδες θύματα της «ελληνικής επιχείρησης» – του σταλινικού πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Ουκρανίας. Ανάμεσα στα βιβλία της Πονομαριόβα είναι και η μονογραφία με τίτλο «Εθνική Ιστορία των Ελλήνων της Αζοφικής», που εκδόθηκε το 2006. «Θυμάμαι που όταν έκανα τη διατριβή μου, με ρωτούσαν γιατί ενδιαφέρομαι τόσο πολύ για την ιστορία των Ελλήνων της περιοχής, αφού δεν έχω ελληνική καταγωγή. Κι εγώ απαντούσα ότι τα παιδιά μου είναι Ελληνόπουλα και θέλω να γνωρίζω την ιστορία τους».

Σήμερα τα παιδιά και τα εγγόνια της βρίσκονται στη Νορβηγία. Η ίδια μαζί με τον σύζυγό της έφτασαν πριν από έναν χρόνο στην Κρήτη, μετά από πρόσκληση της διευθύντριας του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών, του ΙΤΕ, Τζελίνας Χαρλαύτη. Η Πονομαριόβα συνεργάζεται με το Ινστιτούτο ως ερευνήτρια. Αυτήν την περίοδο ολοκληρώνει το βιβλίο της για την ιστορία της Μαριούπολης, από την ίδρυσή της έως τον Φεβρουάριο του 2022, που θα κυκλοφορήσει μέσα στο 2024 από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Για κάποια σαν εμένα, που την ακούω τώρα να μου μιλάει με την ήρεμη, σταθερή φωνή της από ένα ήσυχο, ηλιόλουστο μπαλκόνι, όσα έχουν μεσολαβήσει μέχρι να φτάσει ως εδώ, μοιάζουν σαν να μου περιγράφουν έναν άλλο κόσμο. Για την Πονομαριόβα οι μνήμες είναι ολοζώντανες και η πόλη που άφησε πίσω είναι πάντα μαζί της.
«Μείναμε στο υπόγειο 46 μέρες. Ηλεκτρικό ρεύμα είχαμε μόνο την πρώτη εβδομάδα»
Το καταφύγιο που είχε εξασφαλίσει ο γιος της Πονομαριόβα για την οικογένειά του βρισκόταν στο υπόγειο μιας πενταώροφης πολυκατοικίας. «Στο ισόγειο υπήρχε ένα καφέ. Από κάτω υπήρχε μία αποθήκη, όπου είχαν στοιβάξει διάφορα παλιά πράγματα οι ένοικοι του κτιρίου. Ήμασταν συνολικά είκοσι άτομα: Έξι γυναίκες, δυο άντρες και δώδεκα παιδιά, μεταξύ των οποίων τα δυο μου εγγόνια, 9 και 14 ετών. Είχαμε μαζί κι επτά ζώα. Είχαμε την ελπίδα ότι δεν θα μέναμε εκεί πολύ, ότι σύντομα θα έφτανε ο Ουκρανικός Στρατός να μας σώσει». Την ίδια ημέρα, τρεις ώρες από τη στιγμή που μπήκαν στο καταφύγιο, η πολυκατοικία στην οποία κατοικούσε η οικογένεια του γιου της χτυπήθηκε από βόμβα. Το διαμέρισμά τους καταστράφηκε.
«Μείναμε στο υπόγειο 46 μέρες. Ηλεκτρικό ρεύμα είχαμε μόνο την πρώτη εβδομάδα. Οι προμήθειες που είχαμε σε τρόφιμα έφταναν για περίπου δέκα ημέρες. Είχαμε πάρει κι ό,τι υπήρχε στο καφέ του ισογείου. Όσο είχαμε ακόμη ηλεκτρικό, μαγειρεύαμε δυο φορές την ημέρα για να τρώμε όλοι. Οι άντρες που ήταν μαζί μας βγήκαν κι έφεραν ό,τι βρήκαν απ’ έξω, τίποτε σπουδαίο, κάτι κουτιά με μανιτάρια – όλος ο κόσμος αναζητούσε τρόφιμα όπως μπορούσε, απελπισμένοι λεηλατούσαν τα μαγαζιά. Κάποια στιγμή ήταν αδύνατο πια να βγούμε, ακούγονταν συνεχώς εκρήξεις, η πόλη δεχόταν επίθεση από παντού», αφηγείται. Απέναντι είχαν καταλάβει ένα τετράγωνο οι Τσετσένοι στρατιώτες. «Αλλά δεν μπορούσαν να μας πλησιάσουν. Το δικό μας τετράγωνο το προστάτευε το Τάγμα Αζόφ, αυτοί υπερασπίζονταν την Μαριούπολη. Οι Ρώσοι έκαναν τα πάντα για να τα καταστρέψουν τις γειτονιές όπου ήταν εγκατεστημένοι οι άντρες του Αζόφ, προκειμένου να τσακίσουν την άμυνα της πόλης».

Όταν έπαυαν για λίγο οι εκρήξεις κι οι πυροβολισμοί, οι Μαριουπολίτες έβγαιναν από τις κρυψώνες τους για να ανάψουν έξω μια φωτιά και να μαγειρέψουν. Η Πονομαριόβα θυμάται ένα πρωινό αναπάντεχα ήσυχο, με γλυκό καιρό. «Βγήκαμε όλοι έξω στο φως. Λίγο πιο πέρα από εμάς είδαμε ότι μια οικογένεια μαγείρευε σε μια μεγάλη κατσαρόλα. Λέγαμε μεταξύ μας ότι πρέπει να ήταν κάτι νόστιμο. Εκείνη την ώρα ακούμε μια μεγάλη έκρηξη και τότε ρίχνω τα παιδιά κάτω στη γη. Όταν σηκωθήκαμε είδαμε ότι η οβίδα είχε πέσει πάνω στους ανθρώπους. Μόνο η κατσαρόλα με το φαγητό είχε μείνει ανέπαφη». Από εκείνη τη μέρα, δεν άφησαν τα παιδιά να βγουν ξανά από το υπόγειο. «Ούτε μια φορά», λέει.

Κάθε φορά που έβρεχε, οι ενήλικες ανέβαιναν να μαζέψουν νερό. Αλλά κανείς δεν το χρησιμοποιούσε για να πλυθεί. «Δεν πλενόμασταν ποτέ. Για να καταλάβετε, επί 46 ημέρες δεν πλύναμε τα χέρια μας ούτε μια φορά. Το ενδιαφέρον είναι ότι κανείς δεν αρρώστησε εκείνο το διάστημα». Το πιο σκληρό ήταν ότι δεν είχαν καμιά απολύτως επαφή με τον έξω κόσμο, δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν με κανέναν, δεν ήξεραν τι συμβαίνει στην υπόλοιπη χώρα – κι αν είχε πέσει η Ουκρανία; Κι αυτά ενώ είχαν χάσει και την αίσθηση του χρόνου. Από ένα σημείο και μετά, δεν ήξεραν πια πότε είναι μέρα και πότε νύχτα.
«Καταλαβαίναμε, με κάθε έκρηξη, ότι αυτή θα μπορούσε να είναι η τελευταία μέρα της ζωής μας»
«Όταν δεν ακούγονταν βομβαρδισμοί, κάναμε στα παιδιά μαθήματα αγγλικών και γερμανικών. Και το παράξενο είναι ότι μέσα σε μια εβδομάδα σημείωσαν τεράστια πρόοδο, όση θα έκαναν μετά από πολύ καιρό στο σχολείο», παρατηρεί. Η Πονομαριόβα λέει ότι για τα παιδιά ήταν όλα πιο δύσκολα. Ειδικά η πείνα. «Όταν μας ρωτούσαν πότε θα φάμε, δεν ξέραμε τι να απαντήσουμε. Με τον καιρό άρχισαν να συνηθίζουν τους βομβαρδισμούς κι είχαν μάθει ότι μόλις άκουγαν έκρηξη έπρεπε να τρέχουν στο ασφαλέστερο σημείο του χώρου, που ήταν ένας διάδρομος». Υπήρχαν, όμως, και στιγμές απόγνωσης. «Φύγετε, Ρώσοι, φύγετε, γιατί ήρθατε εδώ να μας σκοτώσετε;» άρχισε να φωνάζει κοιτώντας ψηλά ένα από τα έγκλειστα παιδιά εν μέσω ενός ακόμη βομβαρδισμού. «Όλοι όσοι βρισκόμασταν σε εκείνο το υπόγειο καταλαβαίναμε, με κάθε έκρηξη, ότι αυτή θα μπορούσε να είναι η τελευταία μέρα της ζωής μας. Ο καθένας από εμάς», λέει.

Τη ρωτάω πώς περνούσαν οι ατελείωτες ώρες για τους ενήλικες, τι έκαναν εκείνοι για να αντέχουν την αγωνία, να απασχολούν τον νου τους. Μου λέει ότι κάποια στιγμή ανακάλυψαν μια στοίβα με παλιά βιβλία. «Οπότε αρχίσαμε να διαβάζουμε, στο φως των κεριών. Επί ώρες. Και μετά ο καθένας από εμάς πρόσφερε ό,τι μπορούσε. Εγώ έκανα διαλέξεις για την ιστορία της Ουκρανίας κι όλοι έκαναν ερωτήσεις και κάναμε μακριές συζητήσεις. Επειδή δεν είχαμε κινητά, αφού δεν είχαμε πια ρεύμα, δεν υπήρχε άλλη επιλογή παρά να συζητάμε». Ορισμένες συζητήσεις, ωστόσο, ήταν δύσκολες. Ανάμεσά τους υπήρχε μια οικογένεια που πίστευε ότι αν είχαν παραδοθεί στους Ρώσους, δεν θα είχαν βομβαρδίσει την πόλη. «Οι υπόλοιποι δεν συμφωνούσαμε. Παρεμπιπτόντως, να σας περιγράψω μια σκηνή από την ώρα που μπήκαν τα τανκς. Από το διπλανό σπίτι πετάχτηκε έξω ένας άντρας φωνάζοντας “ζήτω, ζήτω, έρχονται οι δικοί μας”. Οι Ρώσοι τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν».

Μια ημέρα, το κτίριο που έστεκε πάνω από τα κεφάλια τους βομβαρδίστηκε. Τότε πήραν απόφαση ότι δεν υπήρχε πια καμιά προστασία για αυτούς, δεν είχαν παρά μόνο μια επιλογή, μια πιθανότητα να σωθούν. «Έπρεπε να βγούμε έξω και να προσπαθήσουμε να συνεννοηθούμε με τους Ρώσους», λέει. Η Πονομαριόβα ήταν αυτή που ανέλαβε να το κάνει. Ενώ ακούγονταν ακόμη εκρήξεις, βγήκε έξω φωνάζοντας «εδώ υπάρχουν παιδιά, πρέπει να μας βοηθήσετε». Γύρω της έπεφταν ακόμη πυροβολισμοί. Είδε σε μικρή απόσταση έναν Ρώσο στρατιώτη, ο οποίος της έγνεψε να πλησιάσει.
«Μου είπε ότι η διαταγή ήταν να σκοτώνουν ό,τι κινείται στην πόλη»
«Όταν πήγα κοντά, είδα ότι δεν ήταν πάνω από 18-19 ετών. Του λέω «Τι κάνεις εδώ; Ξέρεις;» Αυτός μου απάντησε ότι «μας είπαν πως θα κάνουν στρατιωτική άσκηση και βρεθήκαμε στην Μαριούπολη». Τον ρώτησα αν η μητέρα του ήξερε που βρισκόταν. «Όχι, απαγορεύεται να το πούμε», απάντησε. Τον ρώτησα εάν υπήρχε κάποιος ανώτερός του γιατί έπρεπε να βγάλουμε έξω παιδιά. Ο νεαρός πήγε πιο πέρα και τον είδα να μιλάει με κάποιον μεγαλύτερο. Τον άκουσα να λέει ότι “μια γιαγιά ζητάει να σας μιλήσει”. Κοίταζα γύρω μου να δω πού είναι αυτή η γιαγιά. Εγώ ήμουν η γιαγιά», λέει γελώντας. «Δεν είχα συνηθίσει να με χαρακτηρίζουν γιαγιά», λέει γελώντας. «Αλλά μετά από 46 μέρες στο υπόγειο, προφανώς έτσι έδειχνα».

Η Πονομαριόβα θα καταφέρει να πείσει τον Ρώσο αξιωματικό ότι πρέπει να εξασφαλίσει την ασφαλή έξοδο των ανθρώπων που ήταν ακόμη κλεισμένοι στο υπόγειο. «Μου είπε ότι θα έπρεπε να δώσει μια ειδική εντολή διότι η διαταγή ήταν να σκοτώνουν ό,τι κινείται στην πόλη. Με άλλα λόγια, ήμουν πολύ τυχερή που είχα καταφέρει να φτάσω ζωντανή μέχρι το σημείο όπου στεκόταν ο νεαρός στρατιώτης».
Ο αξιωματικός τής είπε πως είχε τρία λεπτά για να βγάλει τους ανθρώπους. Η Πονομαριόβα μπήκε μπροστά κι από πίσω ακολούθησαν οι υπόλοιποι σε μια σειρά. Τους έβαλαν σε ένα όχημα μεταφοράς προσωπικού και τους έβγαλαν από την εμπόλεμη ζώνη. «Μετά μας σταμάτησαν οι στρατιώτες της αυτοαποκαλούμενης Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονέτσκ. Ήταν ολοφάνερο ότι είχαν πάρει πολλά ναρκωτικά και αλκοόλ, ήταν σε ελεεινή κατάσταση. Ένας από αυτούς άρχισε να τσακώνεται με τον Ρώσο αξιωματικό, που έβγαλε από την τσέπη του και του έδειξε ένα χαρτί, οπότε και μας άφησαν να περάσουμε. Αλλά υποχρέωσαν τους άντρες να βγάλουν όλα τα ρούχα τους για να τους γίνει έλεγχος».
«Γιατί ήρθατε εδώ;»
Στη συνέχεια τους έβαλαν σε ένα λεωφορείο και τους είπαν να εγκαταλείψουν τη Μαριούπολη, διότι στην πόλη δεν είχε μείνει τίποτε όρθιο. «Η μόνη οδός διαφυγής περνούσε μέσα από τη Ρωσία. Η γυναίκα του γιου μου και τα παιδιά έφυγαν. Τα κατάφεραν τελικά να φτάσουν στη Νορβηγία, όπου βρίσκονται μέχρι και σήμερα. Εγώ αποφάσισα να μείνω στη Μαριούπολη. Ήθελα να αναζητήσω τον άντρα μου, δεν ήξερα τι είχε απογίνει». Η Πονομαριόβα θα καταφέρει να τον βρει ζωντανό, αλλά όχι στο σπίτι τους, το οποίο είχε προλάβει κι εκείνος τελικά να εγκαταλείψει.
«Πριν επιστρέψω στην πόλη μου, ρώτησα εκείνον τον αξιωματικό “γιατί ήρθατε εδώ;” “Είμαι στρατιώτης, εκτελώ διαταγές”, απάντησε. “Και θα επιστρέψετε στο σπίτι σας, θα κοιτάζετε τα πρόσωπα των παιδιών σας και θα τους λέτε τι πρέπει να κάνουν στη ζωή τους;”» Ο Ρώσος δεν μίλησε. «Αυτός ο άνθρωπος είχε επιτρέψει να βγει από την πόλη ζωντανή η οικογένειά μου, αλλά δεν μπορούσα να του πω ευχαριστώ. Γιατί εξαιτίας του καταστράφηκε η πόλη μας», λέει η Πονομαριόβα.
Ρωτάω την Πονομαριόβα πώς ήταν η ζωή στην Μαριούπολη τα τελευταία χρόνια, πριν την εισβολή. Η ίδια, σε μια διάλεξη που είχε δώσει τον Μάιο του 2015 στο Πανεπιστήμιο του Ιονίου, στην Κέρκυρα, είχε πει ότι η πόλη βρισκόταν σε κατάσταση μόνιμης απειλής, στα όρια μεταξύ ειρήνης και πολέμου. «Αλλά μετά την αποτυχημένη προσπάθεια να αποκτήσει τον έλεγχο η αυτοαποκαλούμενη Λαϊκή Δημοκρατία του Ντονέτσκ, η πόλη άρχισε να ανθίζει μπροστά στα μάτια μας», θυμάται. Το 2022 η Μαριούπολη ήταν πια μια όμορφη ευρωπαϊκή πόλη με άνετους δρόμους, σύγχρονες παιδικές χαρές και αθλητικούς χώρους, πράσινο και καλές υποδομές.
![Νέοι κάθονται σε εξέδρα φτιαγμένη από τα γράμματα «Mariupol» στη διάρκεια του Gogol Fest στην πόλη Μαριούπολη της Αζοφικής Θάλασσας, τον Μάιο του 2018. [Oleksii Filippov/AFP] Νέοι κάθονται σε εξέδρα φτιαγμένη από τα γράμματα «Mariupol» στη διάρκεια του Gogol Fest στην πόλη Μαριούπολη της Αζοφικής Θάλασσας, τον Μάιο του 2018. [Oleksii Filippov/AFP]](/sites/default/files/styles/image_ckeditor_small/public/2023-09/mariupol000_1BC0HY.jpg?itok=pIgrwl4Y)
«Αλλά η ρωσική προπαγάνδα είχε μεγάλη επίδραση στη συνείδηση των ανθρώπων. Μαζί με τους φοιτητές μου κάναμε μια κοινωνιολογική έρευνα μεταξύ των κατοίκων της Μαριούπολης. Τα αποτελέσματα ήταν περίπου τα εξής: Το 30% ήταν φιλορώσοι, το 30% ήταν φιλοουκρανοί, το 40% ανέφερε ότι ήταν πολιτικά ουδέτεροι: “Αρκεί να μην υπάρχει πόλεμος”». Η Πονομαριόβα αποδίδει αυτή τη στάση από τη μία στον τρόπο με τον οποίον είχαν μεγαλώσει κάποιες γενιές στην ΕΣΣΔ, καθώς και στην πολύχρονη και έντονη ρωσική προπαγάνδα.
«Μα είστε έξυπνη γυναίκα, δεν καταλαβαίνετε ότι κανείς ποτέ δεν θα διανοηθεί να πειράξει το Αζόφσταλ;»
«Εκείνο το 30% πίστευε πως οι Ρώσοι ήταν πολύ κοντά με τους Μαριουπολίτες, πως ήταν δικοί μας άνθρωποι. Να σας πω ένα παράδειγμα. Λίγες ημέρες πριν από την εισβολή έτυχε να συναντήσω έναν ηλεκτρολόγο που είχε μια καλή θέση στο Αζόφσταλ. Ο άνθρωπος αυτός είχε φιλορωσική στάση, ήταν πεπεισμένος πως αν η Ρωσία καταλάμβανε την πόλη, η ζωή στην Μαριούπολη θα γινόταν καλύτερη». Η Πονομαριόβα του είπε «καταλαβαίνετε ότι αν μπει η Ρωσία θα γίνει πόλεμος και το Αζόφσταλ ίσως να καταστραφεί». Αυτός της απάντησε «Μα είστε έξυπνη γυναίκα, δεν καταλαβαίνετε ότι κανείς ποτέ δεν θα διανοηθεί να πειράξει το Αζόφσταλ; Εκεί βασίζεται η οικονομία της περιοχής». Όλοι οι φιλορώσοι, λέει η ιστορικός, πίστευαν ότι εάν έμπαιναν οι Ρώσοι, όλα θα ήταν καλά, ότι θα διπλασιάζονταν οι συντάξεις και θα αυξάνονταν δραματικά οι μισθοί.
Η Πονομαριόβα δεν είχε ψευδαισθήσεις σχετικά με τη ρωσική πραγματικότητα. Θυμάται κάποια συνέδρια που είχε παρακολουθήσει το 2013, στη Μόσχα και στην Πετρούπολη, όπου είχε μακρές συζητήσεις με Ρώσους συναδέλφους της. «Εκεί είδα σε τι συνθήκες ζούσαν κι εργάζονταν τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, άνθρωποι που ανήκαν στην πνευματική ελίτ. Τότε συνειδητοποίησα πόσο καλύτερη και πόσο ελεύθερη ήταν η δική μας ζωή στην Ουκρανία. Το έλεγα, μάλιστα, στους συναδέλφους μου όταν επέστρεψα».
Όταν με τον άντρα της κατάφεραν να βγουν από τη Μαριούπολη και να φτάσουν στο Ροστόφ, εκείνοι οι Ρώσοι ακαδημαϊκοί ήταν αυτοί που τους βοήθησαν να φύγουν από τη Ρωσία. Όταν η καθηγήτρια τους ρώτησε αν μπορούσε να τους ευχαριστήσει, μέσω του FB ή με κάποιον άλλον τρόπο, την παρακάλεσαν να μην αναφέρει τα ονόματά τους διότι θα το λιγότερο που θα πάθαιναν θα ήταν να χάσουν τις δουλειές τους. «Εκείνοι οι άνθρωποι ήταν όλοι εναντίον του πολέμου αλλά φοβόντουσαν να μιλήσουν. Ορισμένοι, μάλιστα, με ευχαρίστησαν που δέχτηκα τη βοήθειά τους, διότι πολλοί Ουκρανοί μισούν πλέον τόσο πολύ τη Ρωσία που δεν θα δεχόντουσαν ούτε αυτό».
«Η Ρωσία είναι μια μεγάλη και σπουδαία χώρα, πώς τολμάτε να έρχεστε εσείς εδώ και να μιλάτε εναντίον της;»
Περίπου το 80% των Ρώσων πιστεύουν την κρατική προπαγάνδα. Μόνο ένα 20% είναι σε θέση να σκεφτεί ελεύθερα, λέει η Πονομαριόβα. Πόσο πιθανό είναι να αλλάξει αυτό στο άμεσο μέλλον; Τα σχολικά βιβλία της Ιστορίας ξαναγράφτηκαν τους περασμένους μήνες, για να προσθέσουν στην υποχρεωτική διδακτέα ύλη την ιστορία της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» εναντίον της Ουκρανίας. «Εμείς τα ξέρουμε αυτά από την εποχή της ΕΣΣΔ. Έτσι έκαναν πάντα, έγραφαν και ξαναέγραφαν την Ιστορία», σχολιάζει. Την ρωτάω πώς εξηγεί αυτήν την ευπιστία και την πολιτική απάθεια. «Αυτό έχει πια περάσει στα γονίδιά τους και πάει πίσω στη δουλοπαροικία και τον φόβο που νιώθουν ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή να χάσουν τα πάντα. Ο θεσμός της δουλοπαροικίας και οι δεκαετίες της καταστολής στην ΕΣΣΔ τους έχουν διαμορφώσει και τους καθορίζουν μέχρι και σήμερα.
![Φορτηγά μεταφέρουν το πορτρέτο του ιδρυτή του σοβιετικού κράτους Βλαντιμίρ Λένιν, κατά τη διάρκεια της παραδοσιακής πορείας στην Κόκκινη Πλατεία για τον εορτασμό της Πρωτομαγιάς στη Μόσχα, την 1η Μαΐου 1986. Ο κόσμος κρατά σημαίες και πορτρέτα του Καρλ Μαρξ και του Φρίντριχ Ένγκελς. [AFP] Φορτηγά μεταφέρουν το πορτρέτο του ιδρυτή του σοβιετικού κράτους Βλαντιμίρ Λένιν, κατά τη διάρκεια της παραδοσιακής πορείας στην Κόκκινη Πλατεία για τον εορτασμό της Πρωτομαγιάς στη Μόσχα, την 1η Μαΐου 1986. Ο κόσμος κρατά σημαίες και πορτρέτα του Καρλ Μαρξ και του Φρίντριχ Ένγκελς. [AFP]](/sites/default/files/styles/image_ckeditor_small/public/2023-09/USSR000_ARP2091865.jpg?itok=b_r_vl6A)
Αλλά η Πονομαριόβα έχει έρθει αντιμέτωπη με την επιτυχία της ρωσικής προπαγάνδας και στη χώρα μας. Μου αφηγείται ένα περιστατικό που συνέβη το 2015, σε εκείνη τη διάλεξη που είχε δώσει στην Κέρκυρα. «Ήταν μια διάλεξη ανοιχτή στο κοινό. Είχαν έρθει να την παρακολουθήσουν και κάποιοι Έλληνες του Πόντου, οι οποίοι όταν τελείωσα μου είπαν: «Η Ρωσία είναι μια μεγάλη και σπουδαία χώρα, πώς τολμάτε να έρχεστε εσείς εδώ και να μιλάτε εναντίον της;» Η Πονομαριόβα τους ρώτησε γιατί διάλεξαν να ζουν στην Ελλάδα αντί για τη Ρωσία. «Εδώ είναι καλύτερα» μου απάντησαν, θυμάται η Πονομαριόβα και γελάει. «Υποστηρίζουν τη Ρωσία διότι καταναλώνουν και πιστεύουν τη ρωσική προπαγάνδα».
Όταν αναφέρω το παράδειγμα της εικόνας που έχουν πολλοί Έλληνες για το Τάγμα του Αζόφ, η Πονομαριόβα κουνάει το κεφάλι της, ξέρει για τι πράγμα μιλάω. «Θα σας πω ένα πράγμα: Αυτοί είναι οι άνθρωποι που μας προστάτευσαν όσο ήμασταν στο υπόγειο, αυτοί έφερναν φαγητό για τα παιδιά. Κοιτάξτε, το Αζόφ του 2014 δεν έχει καμιά σχέση με το Αζόφ του 2015, όταν εντάχθηκαν στον Ουκρανικό Στρατό και άρχισε να αλλάζει η σύνθεση του τάγματος. Στο Αζόφ εντάχθηκαν τότε πολλοί άνθρωποι από όλη τη χώρα – και ήταν οι καλύτερα εκπαιδευμένοι. Πολλοί φοιτητές μου πήγαν στο Αζόφ. Με σιγουριά μπορώ να πω ότι όλες οι διαδόσεις για υπερβολές του τάγματος του Αζόφ είναι προπαγάνδα, δεν ισχύει τίποτε. Αλλά υπάρχουν, βέβαια, άνθρωποι που πληρώνονται από τη Ρωσία για να διαδίδουν ψέματα εναντίον τους», λέει.
«Πώς μπορείτε να καταλάβετε αν ένα άτομο βρίσκεται υπό την επιρροή της ρωσικής προπαγάνδας»
Η συνομιλήτριά μου θέλει να μου αφηγηθεί άλλη μια ιστορία, για να εξηγήσει πώς λειτουργεί εδώ και χρόνια η ρωσική προπαγάνδα. Τον Φεβρουάριο του 2014 βρισκόταν στη Γιάλτα, της Κριμαίας. « Έτυχε, λοιπόν, να πέσω πάνω σε μια συγκέντρωση κοντά στο μνημείο του Λένιν. Είχαν μαζευτεί μερικές δεκάδες άνθρωποι με ρωσικές σημαίες και φώναζαν “Για τη Ρωσία!” Έμεινα εκεί και τους παρατηρούσα, έβγαλα και φωτογραφίες. Ήταν απολύτως σαφές πως ήταν όλα σκηνοθετημένα».
Το επόμενο πρωί άνοιξε το Κανάλι 1 της ρωσικής τηλεόρασης και είδε το ρεπορτάζ για την συγκέντρωση. «Είδα τους ίδιους ανθρώπους, αλλά τα πλάνα ήταν σκηνοθετημένα ώστε να δίνουν την εντύπωση πως επρόκειτο για μια συγκέντρωση χιλιάδων ανθρώπων. Και ο εκφωνητής έλεγε ότι αρκετές χιλιάδες κάτοικοι της Γιάλτας υποστηρίζουν τη Ρωσία. Αυτό είναι ένα παράδειγμα για το πώς στήνονται αυτές οι φιλορωσικές συγκεντρώσεις. Πώς μπορείτε να καταλάβετε αν ένα άτομο βρίσκεται υπό την επιρροή της ρωσικής προπαγάνδας; Πολύ απλά: Μιλάει χρησιμοποιώντας συγκεκριμένα κλισέ και όρους: εθνικιστές, ναζί, ναζιστές, Μπαντέρα, συμμορία ναρκομανών και νεοναζί, χούντα του Κιέβου, αγωνιστές, Ukrop, συλλογική Δύση κατά της Ρωσίας κλπ. Ταυτόχρονα δεν ξέρει καν σε τι αναφέρεται, δεν έχει κριτική σκέψη, δεν δέχεται κανένα επιχείρημα και είναι συχνά επιθετικός».
Μετά τη Ρωσία, επόμενος σταθμός της Πονομαριόβα και του συζύγου της ήταν η Τιφλίδα της Γεωργίας. «Όταν φτάσαμε, μας υποδέχτηκαν με τόση θέρμη, που δυσκολεύομαι και να την περιγράψω. Τις μέρες που μείναμε στην Τιφλίδα έδωσα, μάλιστα, μια διάλεξη και στο τέλος τους ρώτησα γιατί κάνουν τόσα πολλά για τους Ουκρανούς. Η απάντηση ήταν ότι "θέλουμε πάρα πολύ να νικήσει η Ουκρανία, αλλιώς θα είμαστε οι επόμενοι"». Τη ρωτάω αν βρίσκει δικαιολογημένο τον φόβο τους. «Ναι, βεβαίως. Ίσως όχι τώρα αμέσως, δεν είμαι σίγουρη ότι η Ρωσία έχει αυτήν την ώρα αρκετές δυνάμεις να το κάνει, αλλά η θέληση υπάρχει, ναι».

Στο μεταξύ, για την καθηγήτρια της Ιστορίας είχε ανοίξει ο δρόμος προς την Ελλάδα. Μου αφηγείται πως τα τελευταία μηνύματα που είχε προλάβει να ανταλλάξει με τον έξω κόσμο κάτω από τους βομβαρδισμούς, ήταν με την Τζελίνα Χαρλαύτη και τη μεταδιδακτορική ερευνήτρια Άννα Σιντορένκο. «Μου έγραφαν ανήσυχες για την ασφάλειά μου. Το τελευταίο που πρόλαβα να τους απαντήσω πριν κοπεί το ρεύμα ήταν «τώρα μας βομβαρδίζουν. Δεν ξέρω τι μας περιμένει».
Όταν ήρθε η ώρα που μπορούσε πια ξανά να επικοινωνήσει μαζί τους, η Τζελίνα Χαρλαύτη της είπε ότι την περίμενε στην Κρήτη. «Εγώ τότε ακόμη δεν ήξερα πώς θα φτάσω στην χώρα σας, αλλά αυτό το μήνυμα μου έδωσε τεράστια δύναμη. Και από τη στιγμή που βρεθήκαμε στην Τιφλίδα, η Τζελίνα και η Άννα έκαναν ό,τι χρειαζόταν για να έρθουμε εδώ. Όταν φτάσαμε πια στο Ηράκλειο, οι δυο τους εμφανίστηκαν σαν άγγελοι και μας βοήθησαν με τα πάντα. Σκεφτείτε ότι δεν είχα ούτε ρούχα να αλλάξω, είχα φύγει με αυτά που φορούσα. Στο Ινστιτούτο με υποδέχτηκαν πολύ θερμά, οι άνθρωποι εδώ έχουν μεγάλο ενδιαφέρον για όσα έχουμε ζήσει».

Ακόμη και σήμερα, η Πονομαριόβα παρακολουθεί όσο πιο στενά μπορεί τις εξελίξεις στη Μαριούπολη. Και βλέπει ανθρώπους που γνωρίζει, να βγαίνουν στα ρωσικά μέσα ενημέρωσης και στα σόσιαλ μίντια και να αναπαράγουν τη ρωσική προπαγάνδα. «Υπάρχει τεράστια προπαγάνδα στα σόσιαλ μίντια. Αλλά ταυτόχρονα μιλάω με πολύ κόσμο στο τηλέφωνο, όταν αυτό είναι εφικτό». Και παρατηρεί ότι πολλοί από εκείνους που άλλοτε είχαν θετικά αισθήματα για τους Ρώσους έχουν πλέον αλλάξει γνώμη.